Free Essay

Alesio

In: Philosophy and Psychology

Submitted By Gvistak
Words 1784
Pages 8
ΚΕΦΜΑιΟ
Η άλλη εyκaθωρυση: φιλοσοφία κalλuytκή

σμι\ιο

Μ

12.1.

Ρενέ Ντεκάρτ: μeτaφvσικοi δuιλoyισμoί

ε μια εικόνα που προέρχεται από τη Βίβλο) ο ΝΤΕ"κάρτ* (εκλατινι­

C81tesius,

κι από ' δώ το εξελληνισμένο Καρτέσιος,

1596-1650)

παρα­

βάλλει τη φιλοσοφία μ' ένα δέντρο. Οι ρίζες του είναι η Μεταφυσική) ο κορ­

μός του η Φυσική και τα κλαδιά του οι άλλες επιστήμες. Το ότι η μεταφυσι­

!d]

είναι η ρίζα της φιλοσοφίας σημαίνει πως η μΖταφυσική απαλλάσσει γε­
Προϋποθέσεις
κazσ1ωπ6ς της μεταφυσικής

νιιcότερα από το εξής φιλοσοφικό καθήκον: να δώσει απολύτως σίγουρη βά­ ση στο σύνολο της γνώσης, της φυσικής συμπεριλαμβανομένης. Το καθή­ κον τούτο , ωστόσο, μπορεί να παραλειφθεί αν και μόνο α) η μεταφυσική κα­

τορθώσει να μην έχει ως προϋπόθεση τίποτε εξωγενές που θα της αφαιρεί ή θα της περιορίζει την αυτονομία, β) προκύπτει ότι η γνώση στο σύνολό της συνάγεται στην ουσία της από τις αρχές της μεταφυσικής. Είναι δύο αρχές που οφείλουν άμεσα να διευκρινιστούν. Ι) Το ότι η μεταφυσική δεν πρέπει να δέχεται στους κόλπους της εξωγενείς προϋποθέσεις δεν συνεπάγεται ότι

ΑΕΝΕ DESCARTES, Ρενέ Ντεκάρτ (λατ. Cartesius, ελλ. Καρτέσιος). Γεννήθηκε το

1596 στη Λα Έιγ ( 0\ιιρ). Ο ΠΘ1'έρας του Ιωακείμ ήταν κοινοβουλευτικός σύμβeιυλoς στη Ρέμη . ΤΘ

1605, ο ΝΤΘκόρτ μΠG1ίνει στο κολέγ.ιο των ιησουιτών τη ς La FI@che και
1613. Σπουδάζει στη συνέχεια στο Πεινεπιστήμιο του ΠOυ€lτιέ,

πειραμένει εκεί μέχρι το

όπου και παίρνει, το 1616, το mυχίο Κν με}.ετητών Κ6.Ι τις QX~IK~S απάVτήσει~, εκδίδbVΤς:ιι στο ΠαρΙοι

για πρώτη φοβά το 16~ 1 και για δ~ίιτερη (ίJ'ε διευι;>υμε\tη έκδe>gηJ Τ& 1642' το Prineipia
Phίlos@phiae (Αρχές της ΦιAoσoφIα~), qlJoτηPG1l'lΚTι σΥνοψη της ΚQρτεσιαvf1ς φιανψι­

OJί]-G;, έΊ. Επομένως, το ζητούμενο δεν είναι μόνο να τεθεί ως άφθαρτη προϋπόθεση, αλλά και να θεμελιωθεί η σωστή χρήση αυτού του
« φυσικού φωτός » (ή « λογικής»). Μ' αυτή τη θέση ολοκληρώνεται το πλαίσιο των Διαλογισμών. Οι Διαλογισμοί απομακρύνουν την ανάγκη να δοθεί στη

γνώση ένα ασφαλές θεμέλιο, πράγμα που μπορεί να γίνει αν ξεκινήσει κανείς από το και από μια emλoyή, από μια ελεύθερη απόφαση: να απαλλάξει τη λογική από κάθε προκατά­ ληψη, από κάθε αυθεντία, από κάθε Ιστορία που της επιβάλλεται εξωγε­ νώς. Η επιλογή αυτή, τώρα, είναι δυνατή μόνο μέσα από την ελΕύθερη βού­

ληση. Μέσω αυτής της ελευθερίας, αποφασίζουμε εξαρχής να απορρίψουμε αντί να αποδεχτούμε αυθεντίες, προκαταλήψεις, Ιστορία και γι' αυτό η μετα­ φυσική προϋποθέτει (και) αυτή την ελευθερία, αυτή την επιλογή. Η δεύτερη

τούτη προϋπόθεση δεν είναι αποσυνδεδεμένη από την πρώτη. Το «φυσικό φω;» και η ~~ελευθερία επιλογής» συνιστούν τα δύο πρόσωπα της αυτονομίας της μεταφυσικής: ανάγονται η μία στην άλλη. Αρχικά, η ελευθερία επιλογής

φαίνεται πως ενεργεί με αδιαφορία σε ό,ΤΙ αφορά τις δύο ισοδύναμες δυνατό­ τητες, την αποδοχή και την απόρριψη προκαταλήψεων, αυθεντιών, Ιστορίας.

Κατ ' αυτόν τον τρόπο η μεταφυσική φαίνεται να εξαρτάται άμεσα από μια ελευθερία που είναι μόνο αυθαίρετη βούληση, που δεν διαθέτει από μόνη της

κριτήριο επιλογής και εμφανίζεται εντελώς απαγκιστρωμένη από τη «λογική», από το «φυσικό φως». Στην πορεία όμως των Διαλayισμών φαίνεται σιγά-σιγά

με ευκρίνεια ότι η ελευθερία από την οποία εξαρτάται η μεταφυσική δεν είναι αυθαίρετη επιλογή, αλλά ελευθερία και επιλογή θεμελιωμένη στη «λoγιlCή», ότι, ακόμη πιο πέρα, η ελευθερία αυτή, η αυθεντική επιλογή δεν συνίσταται καθόλου, όπως δίνεται η εντύπωση στην αρχή, στην καθαρή αυθαίρετη βού­ ληση, αλλά αντιθέτως, στην επιλογή ακριβώς μέσω της λογικής, και ότι, κο­

ντολογίς, η ελευθερία και η λογική συνδέονται στενά μεταξύ τους.
Έτσι, στους Διαλογισμούς, όλα εκτυλίσσονται μαζί: ενόσω η λογική

βρίσκει τον εαυτό της και καθίσταται καθαρή λογική, έτσι και η ελευθερία συγκεκριμενοποιείται και ολοκληρώνεται' η ολοκληρωμένη συνείδηση που

κατακτάται από τη λογική οδηγεί στην ανάπτυξη της δεύτερης προϋπόθε­ σης της μεταφυσικής, την ελευθερία, καθώς και στη Θεώρηση ότι σ' αυτήν

ενυπάρχει όχι η αυθαίρετη βούληση, ciλλ,ά η λογική. Κατ' αυτόν τον τρόπο, λογική και ελευΘερία, χωριστές αρχικά, ανάγονται τελικά η μία στην άλλη.

441

Η αμφιβολία

Π. Η λογική που αναζητά στους Διαλογισμούς να βρει τον εαυτό της, οφείλει πρωτίστως να εξαγνιστεί, να ελευθερωθεί από οποιαδήποτε προσθή­

ως μέθΟΟ0ς

κη που της έχει επιβληθεί από έξω: να απα/.λαγεί από όλες τις προκαταλή­ ψεις για να γίνει καθαρή

-

καθαρή λογική, καθαρό «φυσικό φως». Πώς λει­

τουργεί μια τέτοια απελευθέρωση; Ο Ντεκάρτ θέτει σε ενέργεια μία μονα­

δική μέθοδο, τη μέθοδο της αμφιβολίας. Κάνοντας χρήση της ίδιας του της ελευθερίας, ο φιλόσοφος αποφασίζει να αμφιβάλλει για όλες τις απόψεις, για όλες τις πεποιθήσεις. Δεν περιορίζεται σε τούτο, αλλά θεμελιώνει αυτή την απόφασή του, αυτή την επιλογή του ενάντια στην προκατάληψη πάνω στη λογική. Βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα σημείο καθοριστικής σημασίας.

Α) Η αμφιβολία, που εισάγει ο Ντεκάρτ ως μέθοδο κατά των προκαταλή­ ψεων, δεν συνιστά αυτοσκοπό. Είναι μια αμφισβήτηση που εισάγεται ως μέ­

σο για την επίτευξη ενός στόχου που δεν είναι άλλος απ' αυτόν της μεταφυ­ σικής: η κατάκτηση «κάτι σταθερού και διαρκούς». Έτσι, ο Ντεκάρτ δεν αμ­

φιβάλλει απλώς για να αμφιβάλλει, χωρίς συγκεκριμένο στόχο. Από την άλ­ λη πλευρά, η συγκεκριμένη αμφιβολία φαίνεται να εμπνέεται από «κάτι

ακριβές και διαρκές» καθώς και να πρΟϋποθέτει και να χρησιμοποιεί αυτό το ~~αKριβές και διαρκές» ως κριτήριο βάσει του οποίου παρεμβαίνει εκφρα­

ζόμενη σχετικά με απόψεις, πεποιθήσεις, εικασίες που επιβάλλονται στη λο­ γική από έξω. Αν όλα αυτά τα πράγματα δεν παρουσιάζονται ως «ακριβή και διαρκή», οφείλουν να εγκαταλειφθούν στην αμφιβολία, στη μεταβαλλό­

μενη ανακρίβειά τους. Έτσι, κρατώντας σταθερό το κριτη ριο σύμφωνα με το οποίο αδιαμφισβήτητο είναι ό,τι είναι «ακριβές και διαρκές», όλες οι από­ ψεις, οι πεποιθήσεις, οι θεωρήσεις τις οποίες ο φιλόσοφος διαμόρφωσε κατά

τη διάρκεια της ζωής του, υποχρεώνονται να περάσουν μπροστά από ένα τέ­ τοιο κριτήριο. Ε, λοιπόν, καμιά δεν μπορεί ν' αντισταθεί στη δοκιμασία­ ίσως να μην είναι όλες αναληθείς, καμιά όμως δεν αποδεικνύεται αδιαμφι­ σβήτητη, δηλαδή «ακριβής και διαρκής» παρά συγκαταλέγονται όλες στον χώρο της αμφισβήτησης.

Η (μεθοδική) αμφιβολία μπορεί να προχωρήσει ακόμη πιο πέρα και να μεσουρανήσει ως ακραία υπόθεση που θέτει υπό αμφισβήτηση ακόμη και Η ΡΖζΖκή αμφΖβολia την πεποίθηση ότι υπάρχει ο εξωτερικός κόσμος, καθώς και ότι υφίστανται οι πιο απλές μαθηματικές προτάσεις. Πρόκειται, ειδικότερα, για την υπόθε­ ση ότι υπάρχει ένας Θεός παντοδύναμος και απατηλός «Ποιος μπορεί να με

διαβεβαιώσει ότι αυτός ο Θεός δεν τα έχει κάνει έτσι ώστε να μην υπάρχει καμιά γη, κανένας ουρανός, κανένα εκτεταμένο σώμα, καμιά μορφή, κανέ­

να μέγεθος, κανένας τόπος και παρ' όλ' αυτά εγώ να τα αισθάνομαι αυτά και να μου φαίνονται ότι υπάρχουν όπως τα βλέπω; Και επιπλέον ... μπορεί

442

Εκείνος να με εξαπατά όλες τις φορές που προσθέτω το δύο με το τρία, ή όλες

τις φορές που μετρώ τις πλευρές ενός τετραγώνου ή που λύνω ένα πρόβλημα ακόμη mo

εύκολο απ' αυτό, αν υπάρχει

mo

εύκολο πρόβλημα». Τούτη η

ακραία υπόθεση ενός Θεού που εξαπατά, είναι αυτή στην οποία συμπυκνώ­

νονται όλες οι αμφιβολίες του πρώτου ΔιαλοΥΖσμού. Μια παρόμοια υπόθεση δεν πρέπει να νοείται ως άρνηση οποιασδήποτε mθανής βεβαιότητας: πρό­ κειται για την

mo

ριζοσπαστική υπόθεση που μπορεί να αντιπαρατεθεί στο

ιδεώδες της απόλυτης βεβαιότητας ακριβώς όμως επειδή είναι η αντίθεσή

της και αντιπαρατίθεται σ' αυτήν, μια τέτοια υπόθεση συνδέεται αδιάρρη­ κτα μ' αυτό το ιδεώδες. Αυτό σημαίνει, γράφει ο Ντεκάρτ, ότι αν θέλω να βρω κάτι απολύτως σίγουρο, είναι αναγκαίο να αμφιβάλλω ριζικά για όλα. Δεν αμφιβάλλω για να αρνηθώ κάθε βεβαιότητα (πώς θα μπορούσα;), αλλά

για να καταλήξω στην απόλυτη βεβαιότητα και να την συλλάβω στην από­ λυτή της καθαρότητα, ελεύθερη από κάθε meαyή σκουριά του ανακριβούς και του μεταβλητού. Επομένως, μόνο από την ακραία υπόθεση ότι τίποτε δεν είναι σίγουρο μπορώ να δω να αναδύεται πλήρως μια παρόμοια καθαρή, απόλυτη βεβαιότητα και το κριτήριο για να ορίσουμε αν, πώς και πότε υ­

πάρχει η απόλυτη βεβαιότητα: χαράζω μια γραμμή-σύνορο μεταξύ αμφι­ σβητήσιμου και αδιαμφισβήτητου και εξωθώ κάθε άποψη, κάθε πεποίθηση, εξωθώ τα πάντα στη σφαίρα της αμφισβήτησης. Μόνο έτσι μου ξεκαθαρί­ ζεται μέχρι βάθους, απελευθερωμένηαπ' όλα, η μη-αμφισβήτηση, η απόλυ­ τη βεβαιότητα. Στο τέλος, αυτή παραμένει μόνη, αΠOμOνωμt,\rη από όλα όσα είναι αμφισβητήσιμα, καθαρή όπως είναι καθεαυτήν.

Β) Η πορεία που ακολουθεί εδώ ο Ντεκάρτ δεν είναι στο σύνολό της γραμμική και ο ίδιος την διακρίνει σε δύο στάσεις: για μια πρώτη στιγμή,

Η noflria

επεκτείνοντας την αμφιβολία σε όλα, Ι) φτάνει κανείς σ' αυτήν που είναι η

πρώτη σίγουρη γνώση (το

cogito)' σε

δεύτερο χρόνο, ξεκινώντας απ' αυτή

την πρώτη σίγουρη γνώση, τη φτάνει ακόμη ψηλότερα, σ' αυτό που είναι η

εγγύηση για κάθε βεβαιότητα (Θεός). Ι) (ΤΟ

cogito). Η πρώτη

σίγουρη, αδιαμφισβήτητη γνώση βασίζεται στο ίδιο

το «φυσικό φως» και εκφράζεται σε μια πολύ σύντομη και περιεκτική διατύ­ πωση, με τον τύπο:

Cogito eTgo sum -

σκέφτομαι, άρα υπάρχω. Πρέπει να είμα­

στε πολύ προσεκτικοί μ' αυτόν τον τόσο περιεκτικό τύπο, με τον οποίο φαίνε­

ται ότι ο Ντεκάρτ συνάγει την ίδια την ύπαρξη (sLιm) από την ίδια του τη σκέ­ ψη

(cogito).

Εξαιτίας της λαKωVΙKότητάς του, ο συγκεκριμένος τύπος έχει τό­

σο εκτεθεί σε παρεξηγήσεις, ώστε καλύτερα ίσως να τον ξεχάσει κανείς και να επικεντρωθεί αντιθέτως στην οδό που οδηγεί από τη (ριζική) αμφιβολία σ' αυτή την πρώτη αδιαμφισβήτητη βεβαιότητα. Στην αρχή του δεύτερου Διαλογι­ σμού, ο Ντεκάρτ αναρωτιέται: «Ποιο πράγμα μπορεί να θεωρηθεί αληθινό;»

Και απαντά: «Ίσως τίποτε άλλο από το ότι στον κόσμο τίποτε δεν είναι

443

dίγουρο». Εντούτοις συνεχίζει,

w

εγώ αμφιβάλλω,

w

εγώ σκέφτομαι ότι τί­

πoτε δεν είναι σίγουρο, εγώ υπάρχω2. Μπορώ να επιμείνω στη σταθερότητα της ακραίας υπόθεσης ενός παντοδύναμου Απατηλού Θεού που με εξαπατά

συνεχώς. Ε, λοιπόν, ωι με εξαπατά, ωι εξαπατά εμένα, εγώ υπάρχω: «Ας με εξαπατά όσο θέλει. Δεν θα μπορέσει ποτέ να με εκμηδενίσει έως ότου εγώ θα σκέφτομαι ότι είμαι κάτι». Το ότι εγώ υπάρχω είναι ωιαγκαστικά αληθινό
ΗπρrJτ,/

βεβαιιnψα

και σίγουρο όλες τις φορές που το σκέφτομαι και όσο το σκέφτομαι. Τι σημαίνει, όμως, ακριβώς ότι εγώ υπάρχω; Προς στιγμήν σημαίνει μόνο το εξής ότι είμαι ένα «πράγμα που σκέφτεται»

(res cogitans) και ένα «πράγμα»

που υπάρχει όσο σκέφτεται. Παραμένει υπό αμφισβήτηση, όπου καταλήγουν

και τα υπόλοιπα, το ωι εγώ είμαι ένας άνθρωπος ωι έ:χω χέρια, πρόσωπο, βρα­ χίονες κ.τ.λ: αμφισβητείται, εν ολίγοις,

w

εκτός από «πράγμα που σκέφτεται»,

εγώ είμαι και έχω ένα σώμα. Η βεβαιότητα όμως είναι η εξής η βεβαιότητα που έχω ότι σκέφτομαι και, όσο σκέφτομαι, η βεβαιότητα ότι υπάρχω. Η βε­

Cogito Κι1Ζ ύπαρξη

βαιότητα αυτή παραμένει βεβαιότητα μόνο όσο σκέφτομαι «γιατί θα μπορού­ σε να μου συμβεί,

w

έπαυα να σκέφτομαι, να πάψω ταυτοχρόνως και να εί­

μαι και να υπάρχω». Επομένως, «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» δεν σημαίνει ότι η

ίδια η ύπαρξή μου μπορεί ως τέτοια να συναχθεί από την ίδια μου τη σκέψη,

alW σημαίνει ότι όσο σκέφτομαι, έχω μια ξεκάθαρη

αντίληψη του ότι υπάρ­

χω ως «πράγμα που σκέφτεται» και το βλέπω αυτό μόνο με το

Similar Documents