Free Essay

Financial Crisis and Market Regulation

In: Business and Management

Submitted By konfan21
Words 23049
Pages 93
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ(ΜΒΑ) «ΝΕΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ»

ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Η ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΑΓΟΡΩΝ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ Χριστοφόρου Βασιλική Α.Μ: 176

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ Συριόπουλος Κωνσταντίνος, Καθηγητής Παν/μιου Πατρών ΣΥΝΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΕΣ Μπέλλας Αθανάσιος,Καθηγητής Παν/μιου Πατρών Οικονομάκης Γεώργιος,Επίκουρος Καθηγητής Παν/μιου Πατρών

Πάτρα, 2011 Ευχαριστίες Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ.Συριόπουλο Κωσταντίνο, καθηγητή του τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πατρών, για τις γνώσεις και τις συμβουλές του κατά την συγγραφή της παρούσας διπλωματικής εργασίας. Επίσης, δε θα πρέπει να παραλείψω, να ευχαριστήσω τις συμφοιτήτριές μου, Κουτρούλη ‘Εφη, Παπαδοπούλου Ολυμπία και Τζίφα Μαρία με τις οποίες μοιραστήκαμε τις απόψεις μας, ανταλλάξαμε γνώσεις και περάσαμε δημιουργικό χρόνο μαζί. Τέλος, αλλά όχι τελευταία θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στους γονείς και τα αδέρφια μου που με στηρίζουν σε όλη την πορεία μου και με ενδυνάμωσαν στις δύσκολες στιγμές που παρουσιάστηκαν.

2

Στους γονείς μου, Στάθη & Φωτεινή

3 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗ………………………………………………………………………….7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Κρίσεις του παρελθόντος 1.1 Ιστορική Εξέλιξη ορισμένων κρίσεων στο παρελθόν…………………………...9 1.1.1 Η Μεγάλη Ύφεση του 1929 – 1939……………………………………...9 1.1.2 Η ιαπωνική τραπεζική κρίση του 1990-1999 …………………...……...10 1.2 Η πρόσφατη οικονομική αναταραχή …………………………………………..11 1.2.1 Χαρακτηριστικά ………………………………………………………...11 1.2.2 Σύγκριση με την Ύφεση του 1929………………………………………12 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η Εκδήλωση της Χρηματοπιστωτικής κρίσης 2.1 Οι αιτίες της κρίσης….…………………………………………………………14 2.1.1 Η κυριαρχία των νεοκλασικών απόψεων………………………….……14 2.1. 2 Μεγάλες παγκόσμιες μακροοικονομικές ανισορροπίες………………...15 2.1.3 Ο ρόλος των τραπεζών: Κερδοσκοπία …………………………………16 2.1.3.1 Φούσκα Ακινήτων………………………………………………. 16 2.1.3.2 Τιτλοποίηση ……………………………………………………...16 2.1.3.3 Μόχλευση ………………………………………………………..18 2.1.3.4 Αμοιβές στελεχών ………………………………………………..18 2.1. 4 Ο ρόλος των εταιρειών ειδικού σκοπού: Αναξιοπιστία…………..…….19 2.1.5 Ο ρόλος των επενδυτών: Απληστία…………………………….……...19 2.1.6 Ο ρόλος των εποπτικών αρχών: Ανεπαρκής …………………………....20 2.2 Αλυσιδωτές αντιδράσεις……………………………………………….……….20 2.3 Το χρονικό της κρίσης κατά περιόδους………………………………………..22 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Εποπτεία των χρηματαγορών 3.1 Η ιστορική εξέλιξη του ρυθμιστικού πλαισίου………………………………...27 3.1.1 Οικονομικές σχολές………………………………………………….…27 3.1.2 Ο ρόλος του…………………………………………………………….28 3.1.3 Οι κύριοι στόχοι του ……………………………………………….…..29 3.2 Μέτρα Εποπτείας………………………………………………………...…….30 3.2.1 Ανάκληση Άδειας Πιστωτικού Ιδρύματος……………………………..30 3.2. 2 Δημιουργία και Γνωστοποίηση Στοιχείων για την Κατάσταση των Τραπεζών…………………………………………….…………….……30 4 3.2.3 Πληροφόρηση για την Κατάσταση των Αγορών……………………….31 3.2.4 Δίκτυα Προστασίας (Κρατική Εγγύηση/Ασφάλεια)………….………….31 3.3 Η τραπεζική εποπτεία σήμερα…………………………………………….…...32 3.3. 1 Οι νέες προκλήσεις …………………………………………………….32 3.3.2 Φιλική προς την αγορά εποπτεία …………………………………......32 3.3.3 Χορήγηση αδειών λειτουργίας στις τράπεζες ………………………….33 3.3.4 Τραπεζικός ανταγωνισμός…………………………………………..….35 3.3.5 Αγορές χρεογράφων και τραπεζικές εργασίες………………………….36 3.3.6 Αυτοπειθαρχία ή δημόσιος έλεγχος…………………………………….37 3.3.7 Εναλλακτικές λύσεις για την εποπτεία…………………………………37 3.3.8 Κεντρική Τράπεζα και οικονομική σταθερότητα………………………39 3.4 «Η Ρυθμιστική Απόκριση στη Χρηματοπιστωτική Κρίση»………….…….....39

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: Η Επιτροπή της Βασιλείας 4.1 Η Συμφωνία της Βασιλείας Ι (Basel Ι)…………………………….……….......44 4.2 Ανάγκη για αναθεώρηση (σύντομη συγκριτική αναφορά)………………...…47 4.3 Η Συμφωνία της Βασιλείας II (Basel II )……………………….…………….49 4.3.1 Παρουσίαση του Συμφώνου……………………………………………49 4.3.2 Υπολογισμός και μέτρηση του λειτουργικού κινδύνου………….…….53 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: Η αντίδραση των εποπτικών αρχών στις πρόσφατες εξελίξεις 5.1 Η Συνθήκη Βασιλείας ΙΙΙ……………………………………………………...59 5.1.1 Αύξηση της ποιότητας, συνέπειας και διαφάνειας της κεφαλαιακής βάσης………………………………………………………………...…..61 5.1.2 Ενίσχυση της Κάλυψης του Κινδύνου……………………………….....63 5.1.3 Εισαγωγή του Δείκτη Μόχλευσης………………………………….…..64 5.1.4 Μείωση της προκυκλικότητας και καθιέρωση αντικυκλικών σταθεροποιητικών κεφαλαίων……………………………………….….64 5.1.5 Αντιμετώπιση του συστημικού Κινδύνου και των διασυνδέσεων μεταξύ των Χρηματοπιστωτικών Οργανισμών……………………….....67 5.1.6 Καθιέρωση ενός Παγκοσμίου Standard για τη Ρευστότητα …….……...68 5.1.7 Χρονοδιάγραμμα εφαρμογής του Συμφώνου Βασιλείας ΙΙΙ…….……....69

5 5.2 Εκτίμηση των επιπτώσεων στην πραγματική οικονομία…………….…….….69 5.2.1 Η άποψη της Επιτροπής Βασιλείας………………………………….……….69 5.2.2 Η άποψη των εκπροσώπων του Τραπεζικού τομέα…………………….……71 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ………………………………………..………………………..74 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ………………………………………….……………...…………76

6 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα δημόσιο αγαθό το οποίο ωφελεί το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας καθώς το κόστος μιας τραπεζικής κρίσης εκτείνεται σε όλο το φάσμα της οικονομίας. Ένα αποδοτικό τραπεζικό σύστημα με υγιή κεφαλαιακή βάση αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα αλλά και για την άμβλυνση των επιπτώσεων από δυσμενείς οικονομικές συνθήκες. Η ύπαρξη και η εφαρμογή ενός κανονιστικού πλαισίου ρύθμισης και εποπτείας του τραπεζικού συστήματος κατά το δυνατό εναρμονισμένου σε διεθνές επίπεδο, είναι επιτακτική δεδομένου ότι σε συνθήκες οικονομικής κρίσης μόνο οι εποπτικές και ρυθμιστικές οικονομικές αρχές μπορούν να εγγυηθούν την απρόσκοπτη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση 2007-2008 που ξεκίνησε από την αγορά ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης στις Η.Π.Α., εξελίχθηκε στη σφοδρότερη οικονομική κρίση παγκοσμίως των τελευταίων 80 χρόνων και δημιούργησε συνθήκες ύφεσης. Ταυτοχρόνως ανέδειξε αδυναμίες του υπάρχοντος εποπτικού και ρυθμιστικού πλαισίου και οδήγησε σε μια συντονισμένη δράση των διεθνών και εθνικών εποπτικών και ρυθμιστικών αρχών και φορέων με σκοπό τη θωράκιση του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος. Στόχος της παρούσας συγγραφικής προσπάθειας είναι η αποτύπωση της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής αναταραχής που ξεκίνησε από την αγορά στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης στις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την αποτελεσματική ή όχι εποπτεία από τις διεθνείς επιτροπές των παγκόσμιων χρηματαγορών. Στην προσπάθεια μας αυτή ξεκινάμε με το πρώτο κεφάλαιο, στο οποίο γίνεται μια σύντομη αναφορά σε κρίσεις του παρελθόντος και μια συνοπτική σύγκριση με την σημερινή κρίση: Τα χαρακτηριστικά της, ομοιότητες και διαφορές. Στο δεύτερο κεφάλαιο αποτυπώνεται η εκδήλωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Δίνονται πληροφορίες ως προς τις συνθήκες που επικρατούσαν πριν την ύφεση, παρατίθενται τα βασικά αίτια της καθοδικής πορείας που ακολούθησε, καθώς και το χρονικό της εξάπλωσης της. Κατόπιν, στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται παρουσίαση της διαχρονικής προσπάθειας των οικονομολόγων να αναδείξουν την ανάγκη ύπαρξης ξεκάθαρου ρυθμιστικού πλαισίου και γίνεται αναφορά στην άσκηση εποπτείας των χρηματαγορών όπως υφίσταται σήμερα, αλλά και τις νέες προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι διεθνείς οργανισμοί. Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται αναλυτική παρουσίαση της Επιτροπής Βασιλείας καθώς και των Συμφωνιών Βασιλείας Ι και ΙΙ , οι οποίες παρέχουν κατευθυντήριες γραμμές που οι εποπτικές 7 αρχές κάθε χώρας μπορούν να χρησιμοποιήσουν ώστε να καθορίσουν τις ρυθμιστικές πολιτικές που εφαρμόζουν. Έπειτα , στο πέμπτο κεφάλαιο το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στη αντίδραση των εποπτικών και ρυθμιστικών αρχών σε παγκόσμιο επίπεδο καθώς και την Συνθήκη της Βασιλείας ΙΙΙ και τις επιπτώσεις που εκτιμάται θα έχει η εφαρμογή της στην πραγματική οικονομία.

8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κρίσεις του παρελθόντος « Αν η ιστορία επαναλαμβάνεται και το απροσδόκητο πάντα συμβαίνει, πόσο ανεπίδεκτος μαθήσεως από την εμπειρία είναι ο άνθρωπος; ». Μπέρναρ Σω Ένα δίδαγμα είναι ότι λίγο ή πολύ, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Βιώνουμε αναμφισβήτητα τη χειρότερη χρηματοοικονομική κρίση της μεταπολεμικής περιόδου, της οποίας η ένταση και η διάρκεια εξέπληξαν όλους. Αυτό όμως δε είναι ένα σπάνιο ιστορικό φαινόμενο. Η ανθρωπότητα έχει συσσωρέψει μεγάλη και οδυνηρή εμπειρία κρίσεων τα τελευταία χρόνια καθώς τα περισσότερα κράτη έχουν βιώσει ανάλογες καταστάσεις. Οι Eichengreen & Bordo1, εντόπισαν περίπου 139 κρίσεις σε 56 διαφορετικές χώρες μεταξύ 1974 και 1997 (44 φορές σε αναπτυγμένες χώρες και 95 σε αναπτυσσόμενες). Παρά τη συχνότητα και τη δριμύτητα του αντίκτυπου των αναταράξεων αυτών, κατάλληλες ή ιδανικές λύσεις δεν έχουν εφαρμοσθεί. Υπάρχει όμως το εξής παράδοξο: Η χρηματοοικονομική αγορά πάντα βασιζόταν και βασίζεται στην εμπιστοσύνη. Εμπιστεύεσαι τα χρήματά σου σε ένα ξένο, την στιγμή που δεν θα τα έδινες ούτε σε ανθρώπους που γνωρίζεις καλά. Άρα για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη πρέπει να λησμονούνται ορισμένα από τα διδάγματα των κρίσεων. 1.1 Ιστορική Εξέλιξη ορισμένων κρίσεων στο παρελθόν Με κοινό παρονομαστή των εξελίξεων, την κατάρρευση των συνθηκών στις αγορές των ακινήτων, δύο ενδεικτικές τραπεζικές κρίσεις του παρελθόντος έρχονται ενδεχομένως ως ένα μάθημα ιστορίας να σκιαγραφήσουν τις πιθανές εξελίξεις της τρέχουσας κρίσης που ταλανίζει τις αγορές και τις οικονομίες: Η Μεγάλη Ύφεση του '30 και η ιαπωνική τραπεζική κρίση του 1990- 1999.

1.1.1 Η Μεγάλη Ύφεση του 1929 – 19392 Οι Η.Π.Α. χτυπήθηκαν από την «Μεγάλη Εξαθλίωση», η οποία αρχικά συνδέθηκε με το «κραχ» του χρηματιστηρίου στις 29 Οκτωβρίου 1929 (γνωστή ως «η μαύρη Τρίτη»), παίρνοντας στη συνέχεια παγκόσμια διάσταση. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση της σύγχρονης ιστορίας και χρησιμοποιείται τον 21ο αιώνα ως παράδειγμα για το πόσο οδυνηρή μπορεί 1 Bordo Michael. and Eichengreen Barry et al, 2001, “Is the Crisis Problem Growing More Severe? ” Economic Policy 16, no.32 51-82 2 . Bryant Joyce, 1998, The Great Depression and New Deal, Yale-New Haven Teachers Institute 9 να είναι μια οικονομική καταστροφή. Το τέρμα της κρίσης στις ΗΠΑ ταυτίστηκε με το έναυσμα της πολεμικής οικονομίας του 2ου παγκοσμίου πολέμου, γύρω στο 1939. Την ύφεση προκάλεσαν τόσο η κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών αγορών και οι πτωχεύσεις στο τραπεζικό σύστημα όσο και η έλλειψη άμεσης αντίδρασης των οικονομικών πολιτικών ή ακόμη η λάθος αντίδρασή τους. Επικρατούσε παθητική αναμονή, μέχρι οι αγορές να ηρεμήσουν από μόνες τους και η οικονομική δραστηριότητα να ανακάμψει μέσα από αποφάσεις που θα έπαιρναν οι επιχειρήσεις όταν οι ίδιες θα έκριναν. Η δε νομισματική πολιτική παρέμενε περιοριστική, με τα δανειακά κεφάλαια για επενδύσεις να συρρικνώνονται. Η κατάσταση όμως της οικονομίας χειροτέρευε. Η ανεργία είχε αυξηθεί και οι τιμές των αγροτικών προϊόντων σημείωσαν πτώση με αποτέλεσμα να υποφέρουν και οι αγροτικές περιοχές. Παρά την παλλαϊκή απαίτηση «να γίνει κάτι», η οικονομική πολιτική περίμενε τις αγορές να ορθοποδήσουν μόνες τους. Από την άνοιξη του 1933 τα κυβερνητικά μέτρα βοήθησαν στη σταθεροποίηση της αγοράς ακινήτων, καθώς μεταξύ του 1933 και του 1936 χορηγήθηκαν μακροπρόθεσμα ενυπόθηκα δάνεια σε περίπου 1 εκατ. ιδιοκτήτες κατοικιών οι οποίοι αντιμετώπιζαν το φάσμα της απώλειας της ιδιοκτησίας τους και τοποθετήθηκαν περισσότερο από 1,1 δισ. δολ. σε επιλεγμένες τράπεζες .Το λεγόμενο «Νιου Ντίλ» ήταν η μεγαλύτερη στροφή σε πειραματισμό και ενεργή παρέμβαση για τα δεδομένα ως τότε 1.1.2 Η ιαπωνική τραπεζική κρίση του 1990-1999 Σε ένα φαύλο κύκλο βρέθηκε στη δεκαετία του 1990 η ιαπωνική οικονομία, καταλήγοντας σε μια πραγματική συστημική κρίση το 1997. Μετά το σκάσιμο της φούσκας των υψηλών τιμών των ακινήτων (70% αύξηση 1988 -1991 ) 3λόγω φθηνών και άφθονων πιστώσεων, οι ιαπωνικές αρχές έκαναν το λάθος να προσπαθήσουν να σώσουν τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις, οι οποίες έβλεπαν τους ισολογισμούς τους να εκμηδενίζονται. Αποτέλεσμα ήταν να μην πραγματοποιηθεί η προσπάθεια εξυγίανσης και η οικονομία να αιμορραγεί αργά, για περισσότερο από μία δεκαετία. Η πολιτική αυτή, δηλαδή να προστατευτούν οι λανθασμένες και υπερτιμημένες επενδύσεις4, (αυξημένη ενίσχυση στον τομέα κατασκευής και των δημόσιων έργων) είχε ως βασική συνέπεια την παγίδευση των οικονομικών πόρων. Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι η Κεντρική Τράπεζα της Ιαπωνίας μείωσε τα επιτόκια στο μηδέν δεν είχε στην πράξη κανένα αποτέλεσμα.5 Έτσι μια συνεχόμενη περίοδος αποπληθωρισμού και ισχνής οικονομικής ανάπτυξης 3 Banque De France, 5 December 2008, “The macroeconomic impact of banking crises”, Focus No 2. http://www.banqueOfrance.fr/gb/publications/telechar/focus/focus_2.pdf 4 Makin (2008): “Japan’s lost decade: lessons for the United States in 2008”. 5 Bernanke (B.) (2000): “Japanese monetary policy: a case of selfinduced paralysis”.

10 οδήγησε σε εταιρικές πτωχεύσεις και σε αύξηση των οικονομικών κινδύνων, καθώς το ρυθμιστικό πλαίσιο ήταν αδύναμο. Αυτό σήμαινε ότι παρέλυσε ουσιαστικά η επενδυτική δραστηριότητα, οπότε μία απλή, έστω και αν βίαια, ύφεση τελικά αναδείχθηκε σε μία παρατεταμένη οικονομική κρίση. Απαιτήθηκαν πολλά χρόνια για να σταθεροποιηθεί το ιαπωνικό τραπεζικό σύστημα με κόστος 600 δολ. ή περίπου το 13% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ καταλύτης των εξελίξεων ήταν και στην περίπτωση αυτή η νομοθετική ρύθμιση του Οκτωβρίου του 1998, με την οποία το κράτος ξόδεψε τελικά 500 δισ. δολ. δημόσιο χρήμα για να βελτιώσει την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα . Είχε λοιπόν μεγάλη διάρκεια και οδήγησε σε ύφεση, διότι η αντίδραση των ιαπωνικών αρχών έφτασε με μεγάλη καθυστέρηση. Οι έπειτα από αρκετά χρόνια εθνικοποιήσεις στο τραπεζικό σύστημα θα έπρεπε να είχαν γίνει νωρίτερα λόγω απώλειας της αξιοπιστίας. Η αντίδραση της αγοράς στο σχέδιο τραπεζικής διάσωσης ήταν θετική, με τον ιαπωνικό τραπεζικό δείκτη να σημειώνει κέρδη 88% σε 12 μήνες. 1.2 Η πρόσφατη οικονομική αναταραχή Πολλοί είναι εκείνοι που, στην προσπάθεια κατανόησης της σημερινής κρίσης και επινόησης τρόπων αντιμετώπισης της, προστρέχουν στην Ιστορία και αναζητούν παραλληλισμούς. Η Ιστορία ασφαλώς διδάσκει. Από τα μεγάλα μαθήματα της είναι ότι παρά την επανεμφάνιση των κρίσεων, τα χαρακτηριστικά τους, οι συνθήκες στις οποίες αναπτύσσονται, διαφέρουν. Κάθε κρίση έχει το δικό της αποτύπωμα. 1.2.1 Χαρακτηριστικά6 Παρακάτω αναφέρονται κάποια ιδιαίτερα στοιχεία του αποτυπώματος της σημερινής κρίσης: ¾ Υπερβολική χρήση δανειακών κεφαλαίων (leverage) των χρηματοοικονομικών οργανισμών. ¾ Αλόγιστη χρήση πολύπλοκων και αδιαφανών χρηματοοικονομικών προϊόντων, όπως η τιτλοποίηση στεγαστικών δανείων .(securitization) ¾ Οι μηχανισμοί διαχείρισης κινδύνων και λογιστικής αποτίμησης λειτούργησαν αναποτελεσματικά . ¾ Η φύση των αμοιβών των στελεχών στον χρηματοπιστωτικό τομέα αποτέλεσε στρεβλό κίνητρο για αλόγιστη χορήγηση χαμηλής ποιότητας στεγαστικών δανείων. (Bonus) 6 International Monetary Fund, April 9, 2008, « The Recent Financial Turmoil—Initial Assessment, Policy Lessons, and Implications for Fund Surveillance» 11 ¾ Ατελής κανονιστικό πλαίσιο, ως προς την κεφαλαιακή επάρκεια και την ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων. ¾ Πλημμελής διαβάθμιση πιστοληπτικού κινδύνου. (bond ratings) 1.2.2 Σύγκριση με την Ύφεση του 19297 Όπως έχουμε δει, κάθε κρίση είναι μια ευκαιρία και ένας κίνδυνος. Επειδή όμως μια ευκαιρία για τον ισχυρό ίσως να είναι ένας κίνδυνος για τον ανίσχυρο της υπόθεσης, είναι χρήσιμο να επισημανθούν τα κοινά και οι διαφορές των κρίσεων για να μπορέσουμε να μάθουμε από τα λάθη μας. Και στις δύο περιπτώσεις της περιόδου της κρίσης προηγήθηκε μια μακροχρόνια φάση πιστωτικής επέκτασης, μόχλευσης και οικονομικής άνθισης. Και στις δύο περιπτώσεις δημιουργήθηκαν φούσκες στις αγορές φυσικού και χρηματοοικονομικού κεφαλαίου που εγκυμονούσαν συστημικό κίνδυνο. Όταν οι φούσκες έσπασαν, πολλές και μεγάλες τράπεζες πτώχευσαν, το διεθνές εμπόριο συρρικνώθηκε, η κατανάλωση και το ΑΕΠ μειώθηκαν και η ανεργία αυξήθηκε. Το πρώτο στοιχείο που διαφοροποιεί τη σημερινή κρίση από αυτήν του 1929 είναι η έκταση των οικονομικών μεγεθών. Το 1929 η μείωση του ΑΕΠ και του επιπέδου των τιμών ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη και κατά πάσα πιθανότητα είχε πολύ μεγαλύτερη εμμονή. Η καταστροφή του πλούτου των νοικοκυριών ήταν σχετικά πολύ μεγαλύτερη και διαχύθηκε πολύ περισσότερο το 1929, λόγω του αποπληθωρισμού και της συσσώρευσης χρέους στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που ήταν αδύνατον να αποπληρωθεί. Αντίθετα στην κρίση του 2008, η καταστροφή του πλούτου επικεντρώθηκε στις απώλειες των χαρτοφυλακίων επενδυτών υψηλής εισοδηματικής στάθμης. Επίσης, η έλλειψη εγγύησης των καταθέσεων το 1929 οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη οικονομική δυσπραγία των νοικοκυριών. Δεύτερον, η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική το 2008 κινήθηκαν αντίθετα από τις αντίστοιχες πολιτικές του 1929. Δηλαδή, το 1929 ήταν αμφότερες περιοριστικές, επιδεινώνοντας την κατάσταση περαιτέρω, ενώ το 2008 ήταν αμφότερες επεκτατικές, υποδηλώνοντας ότι το δίδαγμα της κρίσης του 1929 έγινε απόλυτα κατανοητό Το τρίτο στοιχείο το οποίο δείχνει τη διαφορά μεταξύ της σημερινής κρίσης και αυτής του 1929, καθώς και το κατά πόσο η σημερινή κρίση μας επιβαρύνει με επιπλέον έναν κίνδυνο, είναι η διείσδυση της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας στη καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Η σύμπλεξη της χρηματοπιστωτικής και της πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας είναι σήμερα 7 Almunia Miguel, Agustνn S. Bιnιtrix., Barry Eichengreen, Kevin H. O.Rourke. and Gisela Rua, November 2009, « From Great Depression to Great Credit Crisis: Similarities, Differences and Lesson», 12 πολύ μεγαλύτερη. Γι αυτό και το 1929 η κρίση διαχύθηκε παγκόσμια με σημαντικές χρονικές υστερήσεις και το όλο πολιτικοοικονομικό κλίμα της εποχής δεν επέτρεψε την γρήγορη ανάκαμψη από την ύφεση. Αντίθετα το 2008, παρατηρήθηκε αστραπιαία διάδοση της αρχικής διαταραχής, λόγω της παγκοσμιοποίησης.

13 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Η Εκδήλωση της Χρηματοπιστωτικής κρίσης

2.1 Οι αιτίες της κρίσης Η οικονομική ύφεση στην οποία έχουμε εισέλθει δεν μπορεί να αποδοθεί σε μια μόνο αιτία. Προέρχεται από ένα συνδυασμό αρνητικών παραγόντων, ο καθένας από τους οποίους από μόνος του δύσκολα μπορεί να φέρει μια χρηματοοικονομική κρίση, αλλά σε συνδυασμό με τους υπολοίπους καθίσταται επικίνδυνος. Παρακάτω θα εξετάσουμε τις βασικότερους λόγους. 2.1.1 Η κυριαρχία των νεοκλασικών απόψεων Τις τελευταίες δεκαετίες επικράτησαν σταδιακά, οι νεοκλασικές αντιλήψεις για τη λειτουργία της οικονομίας και της αγοράς στη διεθνή οικονομική, επιστημονική και πολιτική ζωή. Αυτή η ιδεολογική κυριαρχία οδήγησε σε γενικευμένη υιοθέτηση ορισμένων βασικών αρχών λειτουργίας της διεθνούς οικονομίας. Υποστηρίχθηκε η ικανότητα των αγορών να αυτορυθμίζονται και σε κάποιο βαθμό να αυτοεποπτεύονται, με τη συνακόλουθη εφαρμογή της αρχής της ελάχιστης εποπτείας και παρέμβασης. Παράλληλα, υποβαθμίστηκαν προσεγγίσεις αναφορικά με τα όρια του ανθρώπινου ορθολογισμού και το ρόλο της ψυχολογίας και της αβεβαιότητας στην οικονομική και την επενδυτική δραστηριότητα . Έτσι υποτιμήθηκε η σημασία φαινόμενων, όπως η ψυχολογία κοπαδιού στους επενδυτές, οι αποφάσεις επενδυτών με βάση τι πράττουν οι άλλοι και όχι ποιες είναι οι σωστές τιμές, η παράλογη ευφορία και φούσκες τιμών, που καταρρέουν από τυχαία ή μικρά γεγονότα, οι ατέλειες στο χρηματοπιστωτικό χώρο, που τείνουν να επιταχύνουν και να επιδεινώνουν μια κρίση (margin accounts, πωλήσεις πανικού, αδυναμία δανεισμού για δημιουργία νέων κερδοσκοπικών θέσεων), ο ρόλος της αβεβαιότητας και της ψυχολογίας στις επενδυτικές και καταναλωτικές αποφάσεις. Έτσι, φτάσαμε σήμερα στο σημείο, λίγοι οικονομολόγοι και αναλυτές να έχουν προβλέψει την καταστροφή, που ερχόταν και η πλειοψηφία των διαμορφωτών της οικονομικής επιστήμης και πολιτικής να κλείνουν τα μάτια στην πιθανότητα καταστροφικής αποτυχίας της οικονομίας της αγοράς.

14 2.1.2 Μεγάλες παγκόσμιες μακροοικονομικές ανισορροπίες Οι ανισορροπίες αποταμίευσης-επένδυσης 8εκδηλώθηκαν με υψηλά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών των Η.Π.Α. και υψηλά πλεονάσματα των χωρών της Άπω Ανατολής και των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, ιδιαίτερα της Κίνας. Οι ανισορροπίες αυτές οδήγησαν σε φτηνό χρήμα, διατήρηση συνθηκών σημαντικής παγκόσμιας ρευστότητας και χαμηλά πραγματικά επιτόκια που διατηρήθηκαν επί μακρόν κυρίως στις ΗΠΑ. Έτσι, μετά τον β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργήθηκε σε όλο τον κόσμο και με ιδιαίτερη έμφαση στην τελευταία δεκαετία – μια επίπλαστη αίσθηση γρήγορου πλουτισμού, με συνέπεια τον έντονο καταναλωτισμό. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τα χαλαρά κριτήρια χρηματοδότησης των τραπεζών στις αρχές της δεκαετίας, οδήγησαν σε μια εκρηκτική αύξηση της χρηματοοικονομικής μόχλευσης νοικοκυριών, θεσμικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών και εταιρειών. Η ραγδαία διάδοση των δομημένων προϊόντων, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Μεγάλη Βρετανία και την Ευρώπη, οδήγησαν σε επιταχυνόμενη αύξηση των τιμών των κινητών και των ακινήτων αξιών παγκοσμίως, φαινόμενα που δεν συνάντησαν, όμως, την ανησυχία ή την οργανωμένη αντίδραση των εποπτικών και νομισματικών αρχών.Έτσι αναπτυχθήκαν ορισμένα επίφοβα φαινόμενα, τα οποία αποτελούσαν εν μέρει κακό οιωνό της έως τότε λανθασμένης πορείας της οικονομίας: Η αποταμίευση των νοικοκυριών στις ΗΠΑ μειώθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 στο μηδέν την περίοδο 2005-2007. Αντίστοιχα, η σχέση συνολικού χρέους αμερικανικών νοικοκυριών προς διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε από 85% το 1995 σε 135% το 2007, παράλληλα με τις αυξήσεις των τιμών των ακινήτων. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ αυξήθηκε από $180 δισεκ. το 1997 σε σχεδόν $800 δισεκ. το 2007, ενώ παράλληλα τα δολαριακά συναλλαγματικά αποθέματα των Χωρών της Άπω Ανατολής και των πετρελαιοπαραγωγών χωρών προσέγγισαν τα $6.5 τρισεκ. το 2008, έναντι $2 τρισεκ. το 2000. Έτσι, φθάσαμε στο σημείο το 60% του συνολικού Δημοσίου Χρέους των ΗΠΑ να ελέγχεται από ξένους επενδυτές. Στη Μεγάλη Βρετανία, το συνολικό χρέος τραπεζών, νοικοκυριών και επιχειρήσεων έφθασε από 260% του ΑΕΠ το 2001 στο 460% το 2007. 8 Caballero R. and Krishnamurthy A., May,2009, “Global Imbalances and Financial Fragility” American Economic Review Papers and Proceedings, pp. 584-88.

15 2.1.3 Ο ρόλος των τραπεζών: Κερδοσκοπία Οι στόχοι των τραπεζών σταδιακά μετατοπιστήκαν από τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, του εμπορίου και των παραγωγικών επενδύσεων, στην κερδοσκοπία, τα χρηματοοικονομικά στοιχήματα και τη χρηματοπιστωτική καινοτομία χωρίς οικονομική χρησιμότητα, που έγιναν, σε σημαντικό βαθμό, βασικές δραστηριότητες, ίσως και αυτοσκοπός για ορισμένες μεγάλες διεθνείς τράπεζες. Έτσι δημιουργηθήκαν ορισμένα φαινόμενα στους παρακάτω τομείς: 2.1.3.1 Φούσκα Ακινήτων Τα πολύ χαμηλά επιτόκια ενθάρρυναν τον δανεισμό καθώς από το 2000 έως το 2003 η Federal Reserve μείωσε τα επιτόκια από 6,5% σε 1,0%.9 Παράλληλα, η ξέφρενη πορεία της αξίας των ακινήτων την οποία ορισμένοι απόδωσαν στην καλύτερη ποιότητα των κατοικιών, έδωσε έντονη ώθηση στην χορήγηση ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων. Από το 2001 οι τιμές των ακινήτων ξεκίνησαν μια ανοδική πορεία, η οποία αν και προβλημάτισε πολλούς αναλυτές, αφέθηκε ελεύθερη να εξαπλωθεί. Στη δημιουργία της επερχόμενης φούσκας των ακινήτων στις ΗΠΑ συνέβαλλε η ραγδαία αύξηση των δανείων μειωμένης εξασφάλισης (subprime) χωρίς να επιδεικνύεται η ανάλογη τραπεζική εγκράτεια και ο έλεγχος για τον πιστωτικό κίνδυνο. Ξεκάθαρο παράδειγμα της ίδιας επεκτατικής πολιτικής χορηγήσεων αποτελεί η εξάπλωση των «interest rate only loans», δηλαδή δανείων στα οποία η μηνιαία πληρωμή δεν ήταν το παραδοσιακό τοκοχρεολύσιο, αλλά μόνον ο τόκος και με το κεφάλαιο να πληρώνονταν εξ ολοκλήρου στη λήξη. Είναι γεγονός ότι η στεγαστική πίστη επιταχύνθηκε πολύ περισσότερο από τα υπόλοιπα δάνεια στις Η.Π.Α. Η έλλειψη εγκράτειας δανεισμού από πλευράς τραπεζών δικαιολογείται,πρώτον από το γεγονός ότι η αξία του ενέχυρου σε ένα στεγαστικό δάνειο έως το 2006 συνεχώς αυξάνονταν και συνεπώς, ο κίνδυνος πτώχευσης του νοικοκυριού δεν ενείχε αναμενόμενες απώλειες για τις τράπεζες. Δεύτερον, δικαιολογείται και από τη δυνατότητα τιτλοποίησης των στεγαστικών δανείων την οποία θα εξετάσουμε παρακάτω. 2.1.3.2 Τιτλοποίηση Η διαδικασία της «τιτλοποίησης ενυπόθηκων δανειακών απαιτήσεων» («Mortgage Backed Securization») ακολουθεί συνοπτικά τα εξής στάδια: 9 . Federal Reserve Board, “Monetary Policy and Open Market Operations" http://www.federalreserve.gov/fomc/fundsrate.htm

16 Συγκέντρωση ενός χαρτοφυλακίου ομοειδών απαιτήσεων (pool) από την τράπεζα το οποίο τιτλοποιεί και στην συνέχεια μεταβιβάζει σε μια εταιρεία ειδικού σκοπού (Special Purpose Vehicle). Αυτή η διακριτή εταιρεία με την σειρά της εκδίδει ομολογίες διαθέτοντας τις στο επενδυτικό κοινό. Η δε πληρωμή των τοκομεριδίων τους επενδυτές εξαρτιόταν άμεσα από την συμπεριφορά των δανειοληπτών, χωρίς ωστόσο να έρθουν αυτές οι δύο ομάδες σε επαφή. Έτσι με την τιτλοποίηση, οι τράπεζες έδιωχναν τα δάνεια και κατ’ επέκταση και τον πιστωτικό κίνδυνο από τον ισολογισμό τους. Η πρακτική των τιτλοποιήσεων πολλαπλασιάστηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να γίνονται απλές μεσάζουσες της γραφειοκρατίας του στεγαστικού δανείου. Η τιτλοποίηση αύξανε τη ρευστότητά τους ώστε να παρέχουν νέα στεγαστικά ή άλλα δάνεια. Τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα οδηγήθηκαν σε ριψοκίνδυνες επενδύσεις χωρίς να τιμολογούν σωστά τον κίνδυνο. Οι νέες μορφές τιτλοποιήσεων αρχικά – γύρω στο 1984 – δημιουργήθηκαν ώστε να διασπαρθεί ο κίνδυνος προπληρωμής των στεγαστικών δανείων που υποστήριζαν τις παραδοσιακές μορφές τιτλοποιήσεων. Σπάζοντας τις εισροές που προέρχονται από μια ομάδα στεγαστικών δανείων σε διαφορετικούς αποδέκτες σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες, ο κίνδυνος προπληρωμής των στεγαστικών δανείων διασπείρονταν. Η πρακτική αυτή ενισχύθηκε από διάφορους παράγοντες : ¾ Για την ενημέρωση των επενδυτών ως προς την ποιότητα του χαρτοφυλακίου που συνδέεται με την κερδοφορία της επένδυσης του, η αξιολόγηση των εκδιδόμενων ομολογιών πραγματοποιείται από εξειδικευμένους οργανισμούς, τους «οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας» («Credit rating agencies») οι οποίοι χαρακτηρίζουν τον κίνδυνο της κάθε ομολογίας με την βαθμολογία τους. ¾Η επιπλέον διεύρυνση της εμπιστοσύνης και η άρση της αβεβαιότητας του επενδυτικού κοινού ως προς την ποιότητα του παραπάνω χαρτοφυλακίου των απαιτήσεων συνδέθηκε από «πρόσθετες εξασφαλίσεις». Παράδειγμα αποτελεί η παροχή ασφάλειας εγγύησης από τρίτα μέρη, όπως και το δικαίωμα αναγωγής κατά της τράπεζας εάν υπάρχει καθυστέρηση πληρωμών. Σαφώς αυτή η μαζική προτίμηση και ζήτηση των τιτλοποιημένων προϊόντων, έκρυβε ορισμένους κινδύνους, οι οποίοι αγνοηθήκαν, παρά τις κατά καιρούς προειδοποιήσεις: ¾ Η ευθύνη της τράπεζας που τιτλοποιεί απαιτήσεις, για τυχόν απώλειες των επενδυτών εξ’ αιτίας μη εξυπηρέτησης των συνδεδεμένων δανείων. ¾Ο κίνδυνος φήμης που διατρέχει μια τράπεζα σε περίπτωση δυσλειτουργιών της 17 τιτλοποίησης την οποία έχει η ίδια οργανώσει, μπορεί να οδηγήσει σε οικειοθελή κάλυψη των απωλειών από την μη εξυπηρέτηση των τιτλοποιηένων απαιτήσεων. 2.1.3.3 Μόχλευση Παράλληλα με την υψηλή μόχλευση των νοικοκυριών, η οποία εν μέρει φέρει την ευθύνη της αύξησης των τιμών των ακινήτων, υψηλή ήταν και η μόχλευση του τραπεζικού τομέα, αποτελώντας τον κύριο λόγο της γρήγορης μετάδοσης της κρίσης από την αγορά subprime στις αγορές πολλών περιουσιακών στοιχείων. Ο λόγος δανειακών προς ίδια κεφάλαια ήταν πολύ υψηλός, υποδεικνύοντας λιγότερα ίδια κεφάλαια και αυξημένο δανεισμό, κυρίως βραχυχρόνιο, σε σχέση με το ενεργητικό ενός χρηματοοικονομικού ιδρύματος. Έτσι, όταν άρχισαν να πέφτουν οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων στα οποία είχαν επενδύσει οι επενδυτικές τράπεζες και έγινε αντιληπτή η κεφαλαιακή απώλεια των δανεισμένων επενδυτικών τραπεζών από τις αγορές, τότε δυσκολεύτηκε ή και αρνήθηκε η ανανέωση της βραχυχρόνιας χρηματοδότησης. Οι πενδυτικές τράπεζες αναγκαστικά προέβησαν σε περαιτέρω πωλήσεις άλλων περιουσιακών στοιχείων, πιέζοντας με τη σειρά την τους την κάθοδο των τιμών των περιουσιακών. Αναπόφευκτη είναι η απομόχλευση που παρατηρείται με την έλλειψη επαρκών κεφαλαίων. Έχοντας συγκεκριμένες εντολές από τις εποπτικές αρχές, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προσπαθούν να κρατήσουν το λόγο ιδίων κεφαλαίων προς ενεργητικό σταθερό, με αποτέλεσμα την μείωση του παρονομαστή του κλάσματος (εξ ορισμού πολλαπλάσια της αρχικής μείωσης των κεφαλαίων) όταν η αύξηση του αριθμητή δεν είναι δυνατή. Επομένως, το αρχικό χάσμα κεφαλαίων αναγκάζει τον ¾περιορισμό του μεγέθους του τραπεζικού ενεργητικού μέσω πωλήσεων στοιχείων του ενεργητικού, όπως ομόλογα και μετοχές, ή και του περιορισμού στην παροχή νέων δανείων, επεκτείνοντας την κρίση ¾Η δε άρνηση νέου δανεισμού μεταφέρει την κρίση στην πραγματική οικονομία. 2.1.3.4 Αμοιβές στελεχών Επιπλέον επιβάρυνση στον αρνητικό ρόλο των τραπεζών, αποτέλεσε και η διαμόρφωση παρατεταμένης, (με την ανοχή των μετόχων), λανθασμένης δομής και ύψους κινήτρων αναφορικά με τις μεταβλητές αμοιβές των στελεχών στο διεθνές τραπεζικό χώρο (bonuses). Έτσι, τα στρεβλά κίνητρα των διευθυντικών στελεχών των τραπεζών, ευνόησαν μια άκρως επιθετική πιστωτική πολιτική, με χαλαρές προδιαγραφές χορηγήσεων, υποβαθμίζοντας έτσι και την ποιότητα των χορηγούμενων δανείων. 18 Ευνοηθήκαν κατ’ επέκταση, οι βραχυχρόνιες κερδοσκοπικές δραστηριότητες και η ανάληψη υπερβολικών κινδύνων, με σημαντική, ευνοϊκή ασυμμετρία ωφέλειας/ζημίας υπέρ των στελεχών και εις βάρος των μετόχων και τελικά της κοινωνίας (απόλυση αποτυχημένων διοικήσεων ζημιογόνων τραπεζών με αποζημιώσεις δεκάδων εκατ.). Δεν είναι τυχαίο ότι φθάσαμε σήμερα, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών να παρεμβαίνει θεσμικά στη διαδικασία καθορισμού των έκτακτων αμοιβών των στελεχών μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών. 2.1.4 Ο ρόλος των εταιρειών ειδικού σκοπού: Αναξιοπιστία Από το παζλ των επικίνδυνων παραγόντων που οδήγησαν στην τρέχουσα ύφεση, δεν έλλειψε η σύγκρουση συμφερόντων και οι ανεπαρκείς αναλύσεις και μεθοδολογίες, που εφάρμοσαν οι διεθνείς εταιρείες αξιολόγησης κινδύνων, (Moody’s, S&P, Fitch), όντας υπεραισιόδοξες και μη λαμβάνοντας υπόψη τους το συστημικό κίνδυνο, δηλαδή τη θετική συσχέτιση των κινδύνων των επιμέρους τμημάτων των τίτλων .10 Ως αποτέλεσμα, είχαν αξιολογηθεί τα τελευταία χρόνια χιλιάδες διεθνείς εκδόσεις στη βαθμίδα ΑΑΑ, δηλαδή ελάχιστου κινδύνου, εν μέρει, διότι το σύστημα μεροληπτούσε υπέρ των εκδοτών, που κάλυπταν τα έξοδα αξιολόγησης, ενώ τα τελευταία θα έπρεπε να πληρώνουν για την προστασία τους οι αγοραστές. Χιλιάδες, όμως, τράπεζες και επενδυτές, τα τελευταία χρόνια, στηρίχθηκαν στην αξιοπιστία των αξιολογήσεων των παραπάνω οίκων για να τοποθετήσουν τρισεκ. σε κινητές αξίες, που νόμιζαν ότι ήταν πολύ χαμηλού κινδύνου, αλλά αποδείχτηκαν τοξικά προϊόντα. Έτσι δόθηκε ώθηση στις εποπτικές αρχές να θέσουν το καθεστώς λειτουργίας υπό επανεξέταση11 2.1.5 Ο ρόλος των επενδυτών: Απληστία Εν πρώτης, το κλίμα χαλαρότητας και εμπιστοσύνης υποβοήθησε κατά πολύ την έντονη ζήτηση των «τοξικών» ομολογιών που προαναφερθήκαν, από το επενδυτικό κοινό. Τα οφέλη επομένως, πέραν της διαφοροποίησης του χαρτοφυλακίου τους, ήταν και η ικανοποίηση της ολοένα και αυξανόμενης ανάγκης για μεγαλύτερα επίπεδα απόδοσης, όπως και η ανάληψη υψηλότερου κινδύνου και συνεπώς, ρίσκου. Έτσι ,οι επενδυτές που αγόραζαν τους πολύπλοκους και υπερβαθμολογημένους τίτλους πιθανόν και να γνώριζαν αλλά να αψήφησαν τον κίνδυνο που αντιμετώπιζαν. Άλλωστε η απληστία, δηλαδή η εξασφάλιση απόδοσης αγνοώντας με ανορθολογικό τρόπο το 10 Coval J., Jurek J. and Stafford E., Winter 2009, “The Economics of Structured Finance” Journal of Economic Perspectives , Vol. 23, No 1 11 Securities and Exchange Commission, (2008), “Proposed Rules for Nationally Recognized Statistical Rating Organizations 19 ρίσκο, ήταν στο πνεύμα της εποχής. Ιδιαίτερα οι επενδυτικές τράπεζες, αυτές που δημιουργούσαν τις τιτλοποιήσεις ή αυτές που υπήρξαν σημαντικά μεσάζουσες στην πρωτογενή αγορά τους, ήταν αυτές που κυρίως διακρατούσαν το λεγόμενο “equity tranche” των τιτλοποιήσεων, δηλαδή το κομμάτι με το μεγαλύτερο ρίσκο απωλειών αλλά και την υψηλότερη αναμενόμενη απόδοση. Αυτές βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα όταν ξέσπασε η κρίση και οι τιμές των τίτλων άρχισαν να πέφτουν. 2.1.6 Ο ρόλος των εποπτικών αρχών: Ανεπαρκής Εξελίξεις όπως η παγκοσμιοποίηση και η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η εφαρμογή στο χρηματοπιστωτικό χώρο των επιτευγμάτων της νέας τεχνολογίας, η εκρηκτική ανάπτυξη των χρηματοοικονομικών καινοτομιών, η εντυπωσιακή ανάπτυξη και διεθνοποίηση των νέων αγορών και της θεσμικής διαχείρισης, δεν συνοδεύτηκαν από την αναβάθμιση και διεθνοποίηση της εποπτείας και των ελέγχων. Παρατηρήθηκε λοιπόν, ότι στο πνεύμα της αποτελεσματικότητας των αγορών που αναφέρθηκε παραπάνω, κινήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα και οι εποπτικές αρχές στις Η.Π.Α., οι οποίες κατήργησαν σταδιακά πολλούς περιοριστικούς όρους του παρελθόντος. Πολλοί αναλυτές κατηγορούν τη Federal Reserve ότι το 1999 επέτρεψε την τελική επανασύνδεση της παραδοσιακής εμπορικής τραπεζικής με την επενδυτική τραπεζική, δύο πεδία που είχαν διασπαστεί από τη δεκαετία του 1930 με τη γνωστή Glass-Steagall Act. Η κριτική αυτή φαίνεται εν μέρει μόνο σωστή αφού την κρίση στις Η.Π.Α. προκάλεσαν κυρίως αμιγώς επενδυτικές τράπεζες. Άλλοι αναλυτές κατηγορούν την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των Η.Π.Α., δηλαδή το Securities & Exchange Commission, ότι ελαστικοποίησε τον περιορισμό δανεισμού των επενδυτικών τραπεζών, γεγονός που οδήγησε τις επενδυτικές τράπεζες σε άκρως ριψοκίνδυνες επενδύσεις με δανεικά χρήματα. Μια επιπλέον ρυθμιστική ανεπάρκεια που συντέλεσε στην κάθοδο των οικονομικών εξελίξεων, ήταν και η ανεπάρκεια των διεθνών λογιστικών προτύπων (IFRS). Ιδιαίτερα αναφορικά με τις μεθόδους αποτίμησης σε τρέχουσες τιμές επενδυτικών στοιχείων του ενεργητικού των Τραπεζών, καθώς και των στοιχείων εκτός ισολογισμού. 2.2 Αλυσιδωτές αντιδράσεις Οι τράπεζες που διέθεταν τίτλους σε «Εταιρίες δομημένων επενδυτικών προϊόντων» χρειάζονταν άμεσα ρευστότητα ώστε να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους στις εγγυήσεις που είχαν δώσει και για να μεταφέρουν τα υποκείμενα δάνεια στον ισολογισμό τους, κάτι που δημιουργούσε αναπροσαρμογές και στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Όσες δε διέθεταν τέτοιους τίτλους, αντιμετώπιζαν με διστακτικότητα το ενδεχόμενο 20 δανεισμού μιας άλλης τράπεζας στη διατραπεζική αγορά, εξαιτίας της έλλειψης διαφάνειας από την έκθεση τους στον κίνδυνο ρευστότητας. Απόρροια του τελευταίου ήταν και η απότομη αύξηση των επιτοκίων στην "αφερέγγυα" πλέον διατραπεζική αγορά. Τα ιδρύματα που εξαρτιόνταν από την αγορά μακροπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων υπέστησαν και τις μεγαλύτερες απώλειες. Οι κεντρικές τράπεζες των κρατών επενέβησαν συγχρονισμένα με σκοπό να εξασφαλίσουν ρευστότητα με εγγυήσεις και περιόρισαν την αστάθεια στα επιτόκια της βραχυπρόθεσμης αγοράς. Η αμερικανική Fed προέβη σε μείωση επιτοκίων, ενώ η EKT πάγωσε τις αυξήσεις κι άρχισε να προσανατολίζεται σε πιθανές μειώσεις. Παράλληλα, η πτώση των τιμών των κατοικιών οδήγησε σε καθυστερήσεις των δόσεων των νοικοκυριών προς τις τράπεζες. Ορισμένα νοικοκυριά άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι η αξία του σπιτιού που πρόσφατα αγόρασαν έπεσε κάτω από την αξία δανείου τους και ότι τους συνέφερε να παραδώσουν το ενυπόθηκο ακίνητο στην τράπεζα και να αποχωρήσουν. Η χρεοκοπία των νοικοκυριών οδήγησε και σε μειωμένες εισροές στα ταμεία των τιτλοποιημένων δανείων. Στο πλαίσιο αυτό, οι Αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών, αφού διέσωσαν πρώτα ορισμένες τράπεζες, μετά έκριναν σκόπιμο, κυρίως, με ιδεολογικά κριτήρια ότι δεν θα ήταν πρόβλημα να αφήσουν την Lehman Brothers να καταρρεύσει, για παραδειγματισμό πειθαρχίας και ευθύνης των μετόχων και πιστωτών. Η τέταρτη, όμως τράπεζα, σε μέγεθος των ΗΠΑ είχε $600 δισεκ. υποχρεώσεις στις κεφαλαιαγορές σε χιλιάδες επενδυτές σε όλο τον κόσμο, συμμετείχε ως μέλος σε 30 διεθνή συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και φύλαξης τίτλων και είχε συνάψει 900.000 συβάσεις παραγώγων με τρίτους, αξίας τρισεκατ. δολαρίων, κυρίως με διεθνείς τράπεζες και θεσμικούς επενδυτές. Αποτέλεσμα, η πτώχευσή της δημιούργησε αμέσως παγκόσμιο χάος, με την επικράτηση της ψυχολογίας του ποιά θα είναι η επόμενη τράπεζα στη λίστα της κατάρρευσης, εξέλιξη που μετέφερε με ταχύτητα φωτός την κρίση σε όλες τις κεφαλαιαγορές παγκοσμίως.

21 . 2.3 Το χρονικό της κρίσης κατά περιόδους 12 Παρακάτω ακολουθεί μια επιγραμματική παρουσίαση των γεγονότων της εξέλιξης της τρέχουσας παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης, κατά χρονολογική σειρά Προϊστορία: Δάνεια χαμηλής εξασφάλισης στις ΗΠΑ Επιτόκια σε υποθήκες στις ΗΠΑ αυξάνονται από 1% σε 5,3% και οδηγούν σε κύμα απλήρωτων στεγαστικών δανείων. Τα προβλήματα επεκτείνονται μέσω CDOs και σε κατόχους 2004-2006 τιτλοποιήσεων. Από τον 7/2007 ήταν γνωστό ότι η Bear Stearns έχει ιδιαίτερο πρόβλημα Αρχίζει να φαίνεται η έκταση του προβλήματος Η BNP Paribas ανέφερε ότι δεν μπορεί να πληρώσει σε δύο 09/08/2007 ταμεία , αφού δεν υπάρχει ρευστότητα ενώ δεν γνωρίζει πώς να τιμολογήσει CDO. Πανικός στην Αγγλική τράπεζα Northern Rock – o πρώτος σε 13/09/2007 Αγγλική Τράπεζα από το 1860 Δεκ 2007 Βοήθεια στις ΗΠΑ στους δανειολήπτες στεγαστικών δανείων. 01/08- Προβλήματα σε οργανισμούς που έχουν εκδώσει ομόλογα που 03/08 περιέχουν εγγυήσεις. Η κρίση σε εξέλιξη Η Αγγλική κυβέρνηση εθνικοποιεί την Νorthern Rock 02/08

H Bear Stearns (5 μεγαλύτερη τράπεζα στην Wall street) αγοράζεται έναντι $240 εκ από την JP Morgan κατόπιν κρατικής 03/08 χρηματοδότησης. 1 χρόνο πριν η χρηματιστηριακή αξία της Bear ήταν $18 δισεκ – απώλεια 98% της αξίας της

Το ΔΝΤ λέει ότι το κόστος της κρίσης μπορεί να υπερβεί 1 τρις. $. 04/08 Αναφέρει ότι η κρίση επεκτείνεται και πέραν των στεγαστικών

Οι αρχές στις ΗΠΑ, μετά από φόβους για χρεοκοπία, παρεμβαίνουν για να σώσουν την Fannie Mae και Freddy Mac (ημικρατικούς 07/08 οργανισμούς που εγγυώνται στεγαστικά δάνεια), επειδή είναι πολύ σημαντικοί για την οικονομία

12 Το χρονολόγιο βασίζεται στην ιστοσελίδα του BBC, August 2009, “Timeline: Credit crunch to downturn”. http://news.bbc.co.uk/2/hi/7521250.stm

22 Στο μάτι του κυκλώνα

Η Fannie Mae και Freddy Mac εθνικοποιούνται. Οι δύο εταιρείες 07/09/2008 έχουν εγγυηθεί περί τα 5 τρις $ στεγαστικά δάνεια. Χρεοκοπία Lehman Brothers H Merrill Lynch αγοράζεται από τη Bank of America για να μην κλείσει. 15/09/2008 Χρηματιστήρια πέφτουν

Ανακοινώνεται πακέτο βοήθεια $85 δισεκ για την διάσωση της ασφαλιστικής εταιρείας AIG, που είχε εγγυηθεί τιτλοποιήσεις. 16/09/2008 H Washington Mutual Πωλείται στην JP Morgan για να μην κλείσει. Προβλήματα στην Ευρώπη. Η τράπεζα Fortis εθνικοποιείται μερικά αφού πρώτα διασπαστεί σε Ολλανδικό και Βελγικό τμήμα. Στις ΗΠΑ ανακοινώνεται πρόγραμμα $700 δισεκ για τη διάσωση 28/09/2008 των τραπεζών. (Πρόγραμμα Poulson) Προβλήματα με το τραπεζικό σύστημα στην Ισλανδία

Η αρχή της αντίδρασης 3/10/08 Ψήφιση πακέτου διάσωσης στην Αμερική Ανακοίνωση προγραμμάτων διάσωσης τραπεζών στην Γερμανία, Αγγλία, Ισλανδία, ΗΠΑ 6-14/10 Εθνικοποιήσεις τραπεζών στην Αγγλία. Η Ιρλανδική κυβέρνηση δηλώνει ότι εγγυάται όλες τις τραπεζικές καταθέσεις. 10/08 Η Ελληνική κυβέρνηση κάνει το ίδιο με διάγγελμα του Π/Θ. Η εγγύηση φθάνει στα €100,000 Ο Dow Jones μειώνεται 7.8% -η μεγαλύτερη πτώση από 15/10/08 το 1987 Ελλάδα: 28 δισ. Ευρώ για τις τράπεζες, εκ των οποίων τα 8 δισ. 10/08 σε μορφή κρατικών ομολόγων. Συζήτηση για αμοιβές τραπεζικών στελεχών 23 Η κρίση επεκτείνεται Προβλήματα στην Ουκρανία. Η ΕΚΤ μειώνει τα επιτόκια 11/08 Η ευρωζώνη και επίσημα σε ύφεση Μέτρα για την Ισλανδία από ΔΝΤ. $20δις για την Citigroup, μετά πτώση των μετοχών της κατά 60%. 11/08 Η Fed ανακοινώνει νέο πακέτο $800 δισεκ για βοήθεια στον τομέα Η Κομισιόν ανακοινώνει σχέδιο για €200 δισεκ στην Ευρώπη. Συνάντηση των G20. Συμφωνούν στην ανάγκη συντονισμού και 14/11/08 νέας συνάντησης. Αποκαλύπτεται το σκάνδαλο Madoff. O Bernie Madoff είχε καταχραστεί σε πυραμιδοειδές σχήμα (Ponzi scheme), ύψους 12/08 $65 δισεκ. (Η μεγαλύτερη απάτη στην ιστορία). Τα θύματά του συμπεριλαμβάνουν τράπεζες και αστέρες του Hollywood.

Και επίσημα στη ύφεση

Επιτόκια στις ΗΠΑ μειώνονται στο επίπεδο 0-0,25% - τα 15/12/08 χαμηλότερα στην ιστορία Σχέδιο €26 δισεκ στην Γαλλία για δημόσιες επενδύσεις για 12/08 να αποτραπεί η ύφεση Πρόγραμμα για διάσωση αυτοκινητοβιομηχανιών στις ΗΠΑ. 12/08 $6 δισεκ κρατικά χρήματα στην General Motors Τα χρηματιστήρια στη διάρκεια του 2008 έχουν χάσει 31% στην Αγγλία, 40% στην Γερμανία και 43% στην Γαλλία. 12/08 Στην Ελλάδα οι απώλειες ήταν 65,5%.

Επιτόκια στην Αγγλία 1,5% (το χαμηλότερο για 300 χρόνια). Ανεργία 7,2% στις ΗΠΑ. Μεγάλη πτώση στις εξαγωγές Κίνας. 01/09 Πρόγραμμα για την Γερμανική οικονομία ΕΚΤ επιτόκια του ευρώ στο 2%

02/09 Ψηφίζεται το αμερικανικό σχέδιο στήριξης των $787 δισεκ. Στόχος η δημιουργία 3,5 εκ θέσεων εργασίας

24 Κρατικές δαπάνες στο προσκήνιο Στήριξη της ενεργού ζήτησης

Η ασφαλιστική AIG αναφέρει την μεγαλύτερη εταιρική ζημία τριμήνου στην ιστορία -$62 δισεκ. Η κυβέρνηση θα της δώσει $30 δισεκ επιπλέον των $150 που 03/09 πήρε ήδη Η τράπεζα HSBC αυξάνει το μετοχικό της κεφάλαιο κατά $1 δισεκ για να καλύψει ζημιές Συνάντηση G20 για συντονισμό. Συμφωνία αποτροπής προστατευτισμού. Διάθεση $1,1, τρισεκ για την καταπολέμηση της ύφεσης. Το ΔΝΤ αναλαμβάνει περισσότερες 04/09 αρμοδιότητες και χρήματα για να αντιμετωπίσει την κρίση παγκοσμίως Σημάδια της αποκατάστασης, σημάδια της κατάρρευσης. . Οι οικονομίες της ΕΕ θα συρρικνωθούν κατά 4% το 2009, 05/09 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προβλέψει στην πιο απαισιόδοξη πρόβλεψή της μέχρι σήμερα. Υπολογίζει ότι η ανεργία θα ανέλθει σε 10.9%. 05/09 Οι δέκα από τις μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες έχουν αποτύχει τις δοκιμές πίεσης και υπάρχει ανάγκη νέου κεφαλαίου Άνοδος βρετανικού δείκτη ανεργίας σε 7.1% με 2.22 . 06/09 εκατομμύρια ανθρώπους άνεργους τους πρώτους τρεις μήνες του 2009 Η παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου μειώθηκε για πρώτη φορά από το 1993, σύμφωνα με έρευνα της BP, ως ένα 06/09 ακόμα σημάδι του βάθους της υφέσεως. Οικονομία της Ιαπωνίας περιορίζεται σε ετήσιο ποσοστό 14.2% τους πρώτους τρεις μήνες του 2009, ένα ποσοστό ρεκόρ 06/09 κατά την ύφεση Η αμερικανική κυβέρνηση αναγγέλλει μια σημαντική μεταρρύθμιση του τραπεζικού κανονισμού ώστε να αποτραπούν μελλοντικές οικονομικές κρίσεις. 06/09 Ο Πρόεδρος Barack Obama το περιγράφει ως την μεγαλύτερη ανατροπή του αμερικανικού συστήματος από τη δεκαετία του '30

25 Η βρετανική ανεργία ανήλθε από το ρεκόρ 281.000 έως 2.38 εκατομμύρια μέσα στους τρεις μήνες μέχρι τον Μάιο. 07/09 Ο δείκτης ανεργίας αυξήθηκε σε 7.6%, ο υψηλότερος μέσα σε περισσότερο από 10 έτη. Η οικονομία της Κίνας αυξήθηκε κατά ετήσιο ποσοστό 7.9% μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου, υψηλότερα από το 6.1% του 07/09 πρώτου τρίμηνου, χάρη στο μεγάλο κυβερνητικό πακέτο. Το Πεκίνο αναμένει να πετύχει η Κίνα αύξηση 8% για το 2009 συνολικά. Η βρετανική οικονομία συρρικνώθηκε 0.8% μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου, περισσότερο από το διπλάσιο αναμενόμενο. 07/09 Πιθανό ετήσιο ποσοστό πτώσης 5.6%, η μεγαλύτερη πτώση δεδομένου από το 1955. Η Barclays αναγγέλλει μια άνοδο 8% στα κέρδη του πρώτου εξαμήνου, που ενισχύονται από το τραπεζικό 08/09 τμήμα επένδυσής της. Καθώς και άλλες βρετανικές τράπεζες αναγγέλλουν τα αποτελέσματα τους για την ίδια περίοδο , προκύπτει μια μικτή εικόνα.

26 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Εποπτεία των χρηματαγορών Σήμερα τα χρηματοοικονομικά συστήματα αναπτύσσονται με έντονους ρυθμούς εξαιτίας της τεχνολογικής εξέλιξης, των θεσμικών αλλαγών, της αύξησης των διασυνοριακών συναλλαγών, καθώς και της ανάπτυξης των εργαλείων των μαθηματικών, της οικονομετρίας και της πληροφορικής. Κάτι τέτοιο κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη ύπαρξης ενός πλαισίου ευέλικτου και όχι στατικού, το οποίο θα επιδέχεται προσαρμογές ανάλογα με τις αλλαγές που επιτελούνται στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι είναι απαραίτητο να διατηρείται η ισορροπία μεταξύ του θεσμικού πλαισίου και της συνολικής χρηματιστηριακής αγοράς χωρίς να καταπατείται το δημόσιο συμφέρον. Οι ραγδαίες αυτές εξελίξεις επιδρούν σημαντικά, γενικά, στη φύση και τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος το οποίο απαιτεί ένα δίκαιο, προβλέψιμο και αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο έτσι ώστε να αποφευχθούν επικίνδυνες και αρνητικές επιπτώσεις όπως η μη ορθολογική ανάληψη κινδύνου. 3.1 Η ιστορική εξέλιξη του ρυθμιστικού πλαισίου 3.1.1 Οικονομικές σχολές Στα πλαίσια της σύγχρονης οικονομική θεωρίας ο πρώτος που περιέγραψε τη σημαντικότητα του ρόλου του ρυθμιστικού πλαισίου είναι ο Stingler13,ο οποίος το 1971 στο άρθρο του “The theory of Economic Regulation”(Bell Journal of Economics and Management Science, τομ. 2, σελ. 2-19, 1971) διατύπωσε έναν εναλλακτικό ορισμό της κανονιστικοποίησης θέλοντας να ορίσει «κάθε απόφαση πολιτικής, η οποία αλλάζει τα αποτελέσματα της αγοράς μέσω της άσκησης κυβερνητικών πιέσεων» ενώ ταυτόχρονα προσπάθησε να ορίσει το ποιος και κάτω από ποιους κανόνες ωφελείται από ένα καθαρά ορισμένο ρυθμιστικό πλαίσιο. Βέβαια την ιδέα του αυστηρού προσδιορισμού του θεσμικού πλαισίου προσπάθησε να προωθήσει και ο Downs το 1961 στο άρθρο του. “In defence of majority voting”(Journal of Political Economy,69,pp 192-199,April 1961) Ο Downs πίστευε ότι οι μέχρι τότε πολιτικές διαδικασίες τείνουν να υπερ-προσφέρονται στο ιδιωτικό συμφέρον, ενώ να υπό-προσφέρονται στο δημόσιο συμφέρον 13 Nobel Prize in Economics 1982 για το έργο του «για τις δημιουργικές μελέτες βιομηχανικών δομών, τη λειτουργία των αγορών, των αιτιών και των αποτελεσμάτων του δημόσιου κανονισμού-ρύθμισης

27 Διαχρονικά παρουσιάστηκε ένα πλήθος Σχολών με έντονα διαφοροποιημένη θέση μεταξύ ενός ρυθμιστικού πλαισίου που ωθείται από το δημόσιο συμφέρον με στόχο να βελτιώσει την μακροοικονομική σταθερότητα, την χρηματοοικονομική σταθερότητα, την κοινωνικο-οικονομική αποτελεσματικότητα κι ενός που «υπηρετεί» το ιδιωτικό συμφέρον , ακόμα και του ίδιου του ρυθμιστή. Ο Keeler το 1984 στο άρθρο του “Theories of regulation and deregulation movement”,(Public Choice,44,pp103-145,1984) διατύπωσε μια μέση θέση η οποία βασίζεται στην κοινή συναίνεση , τέλος ονόμασε τη θεωρία αυτή “political-support-maximizing model”. Ο Goodhart C..A.E “Some regulatory concerns” Working Paper, Financial Market Group, London School of Economics,, 1996, πρότεινε η εποπτεία να ανατεθεί σε δύο ξεχωριστούς φορείς ανάλογα με το είδος της λειτουργίας τους (ως προς το σύστημα και ως προς τους συμμετέχοντες). Για πολλούς κάτι τέτοιο ίσως να οδηγούσε σε αλληλοεπικάλυψη δραστηριοτήτων με αποτέλεσμα την υπερρύθμιση των αγορών με ιδιαίτερο κόστος χωρίς να μπορεί να βελτιωθεί το αναμενόμενο αποτέλεσμα. 3.1.2 Ο ρόλος του Πιο συγκεκριμένα ο ρόλος του θεσμικού πλαισίου14αναφέρεται: ¾ Στην επίβλεψη της ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας των χρηματοοικονομικών οργανισμών ¾ Στον προσδιορισμό της δομής και της λειτουργίας των χρηματοοικονομικών οργανισμών ¾ Στην προστασία των επενδυτών Βέβαια θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένα αποτελεσματικό θεσμικό περιβάλλον, δηλαδή ένα πλαίσιο που εκπληρώνει το ρόλο του, θα πρέπει να είναι κατάλληλα προσαρμοσμένο στο εκάστοτε οικονομικό περιβάλλον αλλά και στις ιδιοσυγκρασίες της κάθε κεφαλαιαγοράς. Η ύπαρξη ρυθμιστικού πλαισίου δεν αποσκοπεί απλά και μόνο στην επιβολή περιορισμών της λειτουργίας των οργανισμών και τροχοπέδη στην προσπάθεια τους να διαχειρίζονται τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο, δεν σημαίνει, όμως ότι αποδέχεται και κάθε κίνδυνο, που μπορεί να οδηγήσει σε συστημική κρίση. Άρα, αναγκαίο είναι να προσδιορίζεται το είδος του κινδύνου. 14 Αναλυτικότερα βλ. Συριόπουλος «Διεθνείς Κεφαλαιαγορές, Τόμος Ι- Θεωρία &Ανάλυση»,[Εκδ. Ανικούλα, Θεσ/κη 1999], κεφ.3

28 Σε σχετική έκθεση για τις κεφαλαιαγορές ο διεθνής οργανισμός ΙΜF(“International capital markets” Washington DC, April,1989) θέτει , ότι το θεμελιώδες καθήκον του θεσμικού πλαισίου είναι ο προσδιορισμός και η ποσοτικοποίηση του κινδύνου. Προκύπτει λοιπόν, ότι ο ρόλος του ρυθμιστικού πλαισίου συνδέεται με την έννοια της απορρύθμισης (deregulation) και της αναρρύθμισης (re-regulation). 3.1.3 Οι κύριοι στόχοι του Οι στόχοι του θεσμικού πλαισίου είναι: ¾ Η διατήρηση του ανταγωνισμού στην αγορά ¾ Η διαρκής αποτίμηση και παρακολούθηση του κινδύνου της αγοράς ¾ Οι ανωτέρω στόχοι οι οποίοι πρέπει να επιτελούνται αποτελεσματικά. Υπάρχει αλληλοσύνδεση μεταξύ των τριών ρόλων του θεσμικού πλαισίου. Σημαντικότατη θέση στους στόχους των εποπτικών αρχών κατέχει η επίβλεψη της ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας των χρηματοοικονομικών οργανισμών λόγω της τάσης απελευθέρωσης των αγορών. Ο δεύτερος ρόλος, ο προσδιορισμός της δομής και της λειτουργίας των χρηματοοικονομικών οργανισμών, υπό το πρίσμα της σύγχρονης οικονομικής πραγματικότητας και του αυξανόμενου ανταγωνισμού των αγορών, κατέληξε να έχει υψηλό κόστος σε όρους αποτελεσματικότητας και, πιθανά, αδυνατεί να συμβάλλει στη διατήρηση της συστημικής σταθερότητας ( προκαλώντας συστημικό κίνδυνο) όταν δεν καταφέρνει να προσαρμόζεται στις θεμελιώδης μεταβολές της αγοράς. Με τις ασυμμετρίες πληροφόρησης που υπάρχουν μεταξύ των χρηματοοικονομικών διαμεσολαβητών και των επενδυτών, η προστασία των επενδυτών αποτελεί έναν από τους βασικότερους ρόλους του θεσμικού πλαισίου.. Για την αποτροπή της εξαπάτησης σε βάρος των επενδυτών και για την αποφυγή του συστημικού κινδύνου σημαντική θέση κατέχει η συχνότητα, εγκυρότητα και εγκαιρότητα της ροής των πληροφοριών στην αγορά, η απαίτηση για διαφάνεια και γνωστοποίηση των συναλλαγών, καθώς και η συστηματική ροή πληροφοριών. Το θεσμικό πλαίσιο, επίσης, πρέπει να: ¾ Προσδιορίζει και να ποσοτικοποιεί τον κίνδυνο ¾ Υποστηρίζει την ορθολογική λήψη και διαχείριση κινδύνου ¾ Ελέγχει εάν η κεφαλαιακή απαίτηση και κάθε άλλη μορφή εποπτείας είναι αρκετή να οδηγήσει σε αποτελεσματική διαχείριση κινδύνου.

29 3.2 Μέτρα Εποπτείας Η πρόληψη ή η αντιμετώπιση των οικονομικών κρίσεων με τον πλέον ανώδυνο τρόπο για την οικονομία, είναι το κυριότερο αντικείμενο της τραπεζικής εποπτείας. Οι εποπτικές αρχές, προκειμένου να αποτρέψουν την εμφάνιση κρίσεων, έχουν στη διάθεση τους όλα τα προληπτικά μέτρα εποπτείας. Αυτά τα μέτρα είναι οι προϋποθέσεις για την ίδρυση και λειτουργία των τραπεζικών ιδρυμάτων, η επιβολή κεφαλαιακών απαιτήσεων για τους αναλαμβανόμενους κινδύνους, ο περιορισμός των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων(ώστε να αποφεύγεται η συγκέντρωση κινδύνων), η διεξαγωγή ελέγχων, η καταγραφή διαδικασιών και ορίων ανάληψης κ.ο.κ. Μερικά ακόμη μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν από τις εποπτικές αρχές για την γενικότερη βελτίωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά και την πρόληψη εμφάνισης και επέκτασης των κρίσεων αναφέρουμε παρακάτω. 3.2.1 Ανάκληση Άδειας Πιστωτικού Ιδρύματος Ένας βασικός ρόλος των εποπτικών αρχών είναι η παρακολούθηση της συμμόρφωσης των τραπεζών με τους ισχύοντες κανόνες και η παρέμβασή τους σε περίπτωση που αυτό δεν συμβαίνει. Οι τρόποι παρέμβασης εξαρτώνται από τη νομοθεσία κάθε χώρας. Άλλες χώρες καθορίζουν λεπτομερώς τα γεγονότα που προκαλούν συγκεκριμένες δράσεις των εποπτικών αρχών, ενώ άλλες τους δίνουν την ευχέρεια να χειριστούν τις προκύπτουσες καταστάσεις. Ο δεύτερος τρόπος προϋποθέτει τη μη ύπαρξη πολιτικών παρεμβάσεων. Όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις των εποπτικών αρχών, τότε αυτές πρέπει να έχουν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν και να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να μην κινδυνεύσει συνολικά το τραπεζικό σύστημα. 3.2.2 Δημιουργία και Γνωστοποίηση Στοιχείων για την Κατάσταση των Τραπεζών Οι εποπτικές αρχές μπορούν να συμβάλλουν στη διαφάνεια του τραπεζικού συστήματος, δημοσιοποιώντας αφ' ενός τα στοιχεία που αφορούν την κατάσταση των τραπεζών και αφ' ετέρου να βελτιώσουν την διαθεσιμότητα των στοιχείων για τις τράπεζες, το σύνολο του πιστωτικού συστήματος και την αγορά γενικότερα. Τα στοιχεία που μπορούν να παράσχουν οι εποπτικές αρχές είναι χρήσιμα εφ' όσον είναι ακριβή και έγκυρα. Η δημοσιοποίηση στοιχείων βέβαια είναι ευκολότερη όταν τα πιστωτικά ιδρύματα είναι γενικά υγιή και όταν οι επενδυτές είναι έμπειροι. Όταν υπάρχει πρόβλημα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι εποπτικές αρχές έχουν μεν την υποχρέωση ενημέρωσης του κοινού, αλλά 30 υπάρχει ο κίνδυνος δημιουργίας πανικού,επομένως ο χειρισμός τέτοιου είδους περιπτώσεων πρέπει να είναι προσεκτικός. 3.2.3 Πληροφόρηση για την Κατάσταση των Αγορών Η ύπαρξη στοιχείων για την κατάσταση των αγορών, μπορεί να προλάβει προβλήματα που δημιουργούνται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, λόγω της συγκέντρωσης των χαρτοφυλακίων των τραπεζών σε τομείς της οικονομίας, όπου ενδεχομένως υπάρχουν "φούσκες" (π.χ. αγορά ακινήτων, χρηματιστήριο). Αν υπάρχει πληροφόρηση για τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς, τότε οι εποπτικές αρχές μπορεί να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να προλάβουν το πρόβλημα. 3.2.4 Δίκτυα Προστασίας (Κρατική Εγγύηση/Ασφάλεια) Ένα ακόμη μέτρο που λαμβάνεται για την πρόληψη των κρίσεων στο τραπεζικό σύστημα είναι η εγγύηση των καταθέσεων. Η ύπαρξη εγγύησης καταθέσεων σημαίνει ότι οι καταθέτες παίρνουν πίσω όλο τους το κεφάλαιο μέχρι το ποσό που είναι εγγυημένο, ότι και αν συμβεί στην τράπεζα τους. Ένα δεύτερο μέτρο είναι η δυνατότητα των τραπεζών να δανείζονται από την Κεντρική Τράπεζα (που σε αυτές τις περιπτώσεις λειτουργεί ως «δανειστής της τελευταίας προσφυγής») όταν αντιμετωπίζουν προβλήματα με τις αυξημένες απαιτήσεις των καταθετών τους. Σε άλλες περιπτώσεις τα κεφάλαια προς τα προβληματικά τραπεζικά ιδρύματα παρέχονται από το κράτος. Τέλος, το ίδιο το κράτος μπορεί να αναλάβει μια προβληματική τράπεζα, εγγυώμενο με αυτόν τον τρόπο τα χρήματα των καταθετών. Ταυτόχρονα, λόγω αυτής της παροχής εγγύησης παρουσιάζονται διάφορα προβλήματα. Υπάρχει ηθικός κίνδυνος, λόγω του ότι οι καταθέτες δεν υφίστανται απώλειες στην περίπτωση χρεοκοπίας. Έτσι, δεν επιβάλλουν πειθαρχία στις τράπεζες όταν αυτές αναλαμβάνουν υπερβολικούς κινδύνους, με αποτέλεσμα την ανάληψη μεγαλύτερων κινδύνων από τις τράπεζες. Παρουσιάζεται επίσης το πρόβλημα της αντίθετης επιλογής, επειδή οι καταθέτες δεν έχουν λόγο να ελέγξουν τις δραστηριότητες της τράπεζάς τους. Επομένως, αν απουσίαζε η κρατική παρέμβαση, ο χώρος των τραπεζών θα ήταν ιδανικό πεδίο για τις δραστηριότητες απατεώνων που θα μπορούσαν πολύ εύκολα να καλύψουν απάτες και καταχρήσεις.

31 3.3 Η τραπεζική εποπτεία σήμερα 3.3.1 Οι νέες προκλήσεις Οι μεταβολές στον τραπεζικό τομέα λόγω της απορρύθμισης “deregulation” των αγορών, των νέων χρηματοοικονομικών προϊόντων και της ανάπτυξης της τεχνολογίας, αποτελούν προκλήσεις για τις εποπτικές αρχές. Το ζήτημα της τραπεζικής εποπτείας σήμερα είναι πολύ πιο σύνθετο, απ’ ότι στο πρόσφατο παρελθόν. Η τραπεζική εποπτεία και το γενικότερο πλαίσιο λειτουργίας του πιστωτικού συστήματος, οφείλει να εκσυγχρονισθεί και να παρακολουθήσει αυτές τις μεταβολές. Υπάρχουν πολλά ζητήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι αρχές εκτός από το πλαίσιο εποπτείας, όπως το ζήτημα του τραπεζικού ανταγωνισμού, ο τρόπος εφαρμογής της ρυθμιστικής δραστηριότητας, η στενή διασύνδεση των αγορών χρεογράφων με τις τραπεζικές εργασίες και η συνεργασία των αντίστοιχων αρχών εποπτείας. Επίσης, η οργανωτική δομή των κανονιστικών και εποπτικών αρχών και ειδικά στον χώρο της “ΟΝΕ”, όπου δεν υφίσταται μια ενιαία εποπτική πολιτική στις χώρες που την αποτελούν, αλλά και η επανεξέταση του τρόπου προσέγγισης των χρηματοπιστωτικών κρίσεων, όπως αυτή που αντιμετωπίζουμε στις μέρες μας στο οικονομικό σύστημα και ο ρόλος που διαδραματίζουν σε αυτές οι Κεντρικές Τράπεζες. Πριν αναφερθούμε αναλυτικά στη συνθήκη της “Επιτροπής της Βασιλείας”, κρίνουμε σκόπιμο να εξετάσουμε εν συντομία τα ζητήματα αυτά μερικά από τα οποία άπτονται του αντικειμένου της νέας συνθήκης. 3.3.2 Φιλική προς την αγορά εποπτεία Οι κρίσεις του πρόσφατου παρελθόντος στον τραπεζικό τομέα δημιούργησαν σκεπτικισμό για την δυνατότητα των εποπτικών αρχών να προλάβουν πιθανές πτωχεύσεις τραπεζικών ιδρυμάτων. Η αρχική αντίδραση στις οικονομικές κρίσεις ήταν οι αυστηρότεροι έλεγχοι και η επιβολή νέων κανόνων. Σήμερα, με αφορμή την αποτυχία των εποπτικών αρχών να εμποδίσουν τις πτωχεύσεις κάποιων τραπεζών, η ανάγκη για περισσότερη εποπτεία αμφισβητείται και πολλοί συνηγορούν υπέρ μίας νέας εποχής, μη εποπτευόμενης τραπεζικής δραστηριότητας. Η κύρια όμως αποστολή της προληπτικής εποπτείας δεν είναι να εμποδίσει οποιαδήποτε χρεοκοπία, αλλά να διορθώσει τις δύο βασικές ατέλειες της αγοράς που όπως έχει ήδη αναφερθεί είναι η αδυναμία των καταθετών/επενδυτών να παρακολουθήσουν πώς τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν τα χρήματά τους και η αλυσιδωτή αντίδραση που μπορεί να δημιουργηθεί αν η αφερεγγυότητα ενός πιστωτικού ιδρύματος επηρεάσει και υγιή πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και το υψηλό κοινωνικό κόστος που συνεπάγεται μια τέτοια εξέλιξη. 32 Έχουν υπάρξει περιπτώσεις κατά τις οποίες η εποπτεία δεν έχει επιτύχει τους σκοπούς της, αλλά απεναντίας, δημιούργησε στρεβλώσεις στους μηχανισμούς της αγοράς και επέβαλλε υπερβολικό κόστος στους συμμετέχοντες στην αγορά ή και στην οικονομία γενικότερα. Τα τελευταία χρόνια, οι εποπτικές αρχές έχουν αντιληφθεί αυτούς τους κινδύνους, με αποτέλεσμα την τάση της εποπτείας να γίνει «φιλικότερη» προς την αγορά, σκοπεύοντας στην ενίσχυση της ικανότητας της αγοράς να αναπτύξει η ίδια ικανοποιητικές ισορροπίες, αντί να εμποδίσει ανεπιθύμητες συμπεριφορές με λήψη αναγκαστικών μέτρων.15 Η πρόθεση αυτή θα γίνει φανερή κατά την αναλυτική παρουσίαση του νέου εποπτικού πλαισίου και ειδικότερα του 3ου πυλώνα του, που αναφέρεται στην πειθαρχία στην αγορά. 3.3.3 Χορήγηση αδειών λειτουργίας στις τράπεζες Λόγω των καινοτομιών στον τομέα παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ο χαρακτηρισμός μιας επιχείρησης ως αποκλειστικά τραπεζικής δεν είναι πλέον τόσο ξεκάθαρος. Η είσοδος επιχειρήσεων στον τραπεζικό χώρο που προσφέρουν προϊόντα όμοια με τα τραπεζικά και η χρήση ηλεκτρονικών οδών για την προώθησή τους, έχει προκαλέσει συζήτηση για το αν είναι πλέον απαραίτητος ο αυστηρός έλεγχος για την έναρξη λειτουργίας ενός πιστωτικού ιδρύματος. Στο ζήτημα αυτό οι απόψεις διίστανται. Η αυξανόμενη φιλελευθεροποίηση των αγορών έχει δημιουργήσει ένα ισχυρό ρεύμα μεταξύ των οικονομολόγων κυρίως, που θεωρούν ότι η εποπτεία στον τραπεζικό χώρο εμποδίζει την ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών αγορών και συνεπώς απαιτείται μια “laissez faire” προσέγγιση στο ζήτημα αυτό.16 Για το λόγο αυτό πιστεύουν ότι η διαδικασία χορήγησης αδειών λειτουργίας θα πρέπει να καταργηθεί. Όμως, η εμπειρία τραπεζικών κρίσεων σε χώρες με χαλαρή τραπεζική νομοθεσία και εποπτεία, έχει δημιουργήσει σοβαρές αμφιβολίες για τις δυνατότητες αυτορύθμισης του τραπεζικού συστήματος. Είναι γι' αυτόν το λόγο που έχει ακόμα και σήμερα αρκετούς υποστηρικτές η εναλλακτική προσέγγιση, που θεωρεί ότι οι ρυθμιστικοί κανόνες λειτουργίας των τραπεζών προφυλάσσουν το δημόσιο συμφέρον, ενώ ταυτόχρονα παραμένει φιλική προς την αγορά. Η προσέγγιση αυτή αναγνωρίζει τις δυσκολίες και το επιπλέον κόστος που δημιουργεί η τραπεζική εποπτεία στην ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών αγορών και γι' 15 Padoa-Schioppa, Tommaso (2004). Regulating Finance: Balancing Freedom and Risk, Oxford: Oxford University Press 16 Kaufman George G. (1996) Bank Failures, Systemic Risk and Bank Regulation, Cato Journal, 16 (1): 17-45.

33 αυτό επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στους κινδύνους της παρεμβολής των κανονισμών στην πορεία των καινοτομιών και υποστηρίζει την αυτορύθμιση, αναγνωρίζοντας τον παρεμβατικό ρόλο των αρχών στις περιπτώσεις που προκύπτουν συστημικά προβλήματα.17 Τα επιχειρήματα που υποστηρίζουν την κατάργηση της χορήγησης άδειας λειτουργίας από έναν κεντρικό «δημόσιο» φορέα εποπτείας, φαίνεται να παρερμηνεύουν το ρόλο του φορέα αυτού. Οι έλεγχοι σχετίζονται κυρίως με την εκπλήρωση των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων και τη διαπίστωση της καταλληλότητας των μετόχων και διοικητικών στελεχών του υπό ίδρυση πιστωτικού ιδρύματος και δεν αποτελούν εμπόδιο για κανέναν από τους υγιείς υποψήφιους που επιθυμούν να εισέλθουν στην αγορά. Αν όμως ίσχυε η αυτορύθμιση στην αδειοδότηση, το πιθανότερο είναι ότι οι δυνατότητες εισόδου στον τραπεζικό κλάδο θα γίνονταν πολύ πιο δύσκολες γιατί τα ήδη υπάρχοντα πιστωτικά ιδρύματα θα είχαν ισχυρό συμφέρον να εμποδίσουν την είσοδο νέων ανταγωνιστών στην αγορά. Ένας άλλος κίνδυνος που προκύπτει όταν ασκείται τραπεζική δραστηριότητα χωρίς διαδικασία χορήγησης άδειας και συνεπώς χωρίς εποπτεία, είναι η αδυναμία της Κεντρικής Τράπεζας να αντιμετωπίσει συστημικές διαταραχές, αφού η παροχή ρευστότητας και το δίκτυο προστασίας του κοινού διευρύνεται υπερβολικά. Αυτό δημιουργεί πρόβλημα ηθικού κινδύνου στο κοινό και κυρίως στην Κεντρική Τράπεζα, που εκ των πραγμάτων προσπαθεί να τα αντιμετωπίσει με επιπλέον κανονισμούς και εποπτεία. Αν η εξέλιξη αυτή αγνοηθεί, τότε θα αυξηθεί ο αναλαμβανόμενος κίνδυνος στο χρηματοπιστωτικό σύστημα συνολικά. Τέλος, η χαλάρωση της διαδικασίας αδειοδότησης ενδεχομένως να δημιουργήσει πρόβλημα εμπιστοσύνης για το χρηματοπιστωτικό σύστημα από την πλευρά του κοινού, εξέλιξη που θα αποτελούσε απειλή για τη σταθερότητά του. Η δραστηριότητα που κάνει τη θέση των τραπεζών τόσο ιδιαίτερη στο οικονομικό κύκλωμα και για την οποία απαιτείται άδεια, είναι η διαχείριση χρηματοοικονομικών συμφωνιών και αξιόγραφων, προκειμένου να ξεπεραστεί η ασυμμετρία πληροφόρησης δανειστών-δανειζόμενων, μια ασυμμετρία δομικής μορφής που υφίσταται συνεχώς, παρά την αυξανόμενη τεχνολογική πρόοδο. Η δραστηριότητα αυτή σχετίζεται με την άμεση παροχή ρευστότητας και περιλαμβάνει συστημικό κίνδυνο, αφού αστάθεια σε μια τράπεζα μπορεί να δημιουργήσει συνολική κρίση μέσω «μόλυνσης» του συστήματος. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος ύπαρξης του δικτύου ασφαλείας (με τη μορφή του ταμείου εγγύησης καταθέσεων και της ανάληψης του ρόλου του δανειστή τελευταίας προσφυγής “lender of last resort” από τις Κεντρικές Τράπεζες), αλλά και των κανονισμών της εποπτείας. Προκειμένου όμως να υπάρξει σωστή εποπτεία της δραστηριότητας που περιγράψαμε παραπάνω, πρέπει να υπάρχει 17 Meyer Laurence, H. (1999). Increasing Global Financial Integrity: The Roles of Market Discipline, Regulation, and Supervision, Cato Journal, 18 (3): 345-54.

34 μία διαδικασία προσδιορισμού αυτού που την ασκεί. Αυτός είναι ο κύριος σκοπός της χορήγησης άδειας λειτουργίας στις τράπεζες. 3.3.4 Τραπεζικός ανταγωνισμός Η σύγχρονη στάση στο ερώτημα, “κατά πόσο ο τραπεζικός ανταγωνισμός είναι περισσότερο ή λιγότερο επωφελής”, έχει διαφοροποιηθεί σε σχέση με παλαιότερες εποχές. Η μεταβολή αυτή άρχισε να διαφαίνεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 με την ανάδειξη, όλο και πιο συχνά, των πλεονεκτημάτων που φέρνει ο ανταγωνισμός στην ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών αγορών.. Η μετατόπιση στην αντίληψη αυτή είναι φανερή: ¾ Στον τομέα της εποπτείας: Μετά την κρίση του 1929, επικράτησε η άποψη ότι είναι προτιμότερη μια ολιγοπωλιακή διάρθρωση του τραπεζικού τομέα, γιατί μια τέτοια μορφή αγοράς διατηρεί ακμαίο το τραπεζικό σύστημα και μπορεί να διαχειρίζεται καλύτερα ενδεχόμενες ζημιές ή ακόμα περισσότερο, να διασώζει από τη χρεοκοπία τραπεζικά ιδρύματα που παρουσίαζαν σοβαρά προβλήματα. Σήμερα, η εποπτεία βασίζεται στην άποψη της ενδυνάμωσης του συστήματος μέσω του ανταγωνισμού και της επικράτησης των δυνατότερων παικτών, ενώ δε θέτει περιορισμούς στην αποδοτικότερη, κατά την άποψη των τραπεζών, τοποθέτηση των κεφαλαίων, ελέγχει όμως τους αναλαμβανόμενους κινδύνους. ¾ Στην νομισματική πολιτική: Από ένα διοικητικό μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής στον πιστωτικό τομέα από την Κεντρική Τράπεζα, έχουμε περάσει, πλέον σε ένα αποκεντρωμένο μηχανισμό λήψης αποφάσεων από οικονομικούς και χρηματιστικούς φορείς, που λειτουργούν μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας και της πραγματικής οικονομίας (ιδιαίτερα τις τράπεζες), με γνώμονα το κέρδος. ¾ Στην πολιτική ανταγωνισμού και την εποπτεία των αγορών αξιόγραφων: Κατά το παρελθόν, στις χώρες που υπήρχε νομοθεσία για τον ανταγωνισμό, οι αντίστοιχες επιτροπές δεν είχαν αρμοδιότητα για τις τράπεζες, ενώ οι υποχρεώσεις γνωστοποίησης στοιχείων για τις εισηγμένες σε χρηματιστήρια τράπεζες δεν ήταν ίδιες με των άλλων εταιρειών. Σήμερα, οι τράπεζες αντιμετωπίζονται όπως όλες οι άλλες εταιρείες και με τις ίδιες απαιτήσεις διαφάνειας. Ο σύγχρονος ανταγωνισμός στον τραπεζικό τομέα συνδυάζει τα θετικά σημεία της παλαιάς τραπεζικής πρακτικής (έλεγχος του συστήματος) με τα πλεονεκτήματα της νέας (ενίσχυση του ανταγωνισμού). Πόσο όμως θα αναπτυχθεί αυτή η νέα προσέγγιση; Υπάρχουν αντίρροπες πιέσεις που προέρχονται από την απελευθέρωση στον τομέα της διεθνούς τραπεζικής και των νέων τεχνολογιών. Το τραπεζικό σύστημα όμως, παρουσιάζει και 35 ιδιαιτερότητες που δεν υπάρχουν σε άλλους τομείς της οικονομίας. Η κυριότερη από αυτές είναι η συνεργασία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ τραπεζών για την παροχή ρευστότητας στο χρηματοοικονομικό σύστημα και τη διαχείριση των συστημάτων πληρωμών. Αυτές οι λειτουργίες, που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία, μπορούν να διεξαχθούν ομαλά μόνο μέσω σταθερών και υγιών τραπεζών με καλή φήμη. 3.3.5 Αγορές χρεογράφων και τραπεζικές εργασίες Ο αυστηρός διαχωρισμός που υπήρχε από την δεκαετία του 1930 και εντεύθεν, μεταξύ των αγορών χρεογράφων και των τραπεζικών εργασιών, έπαψε να είναι τόσο ξεκάθαρος τις τελευταίες δεκαετίες. Οι αγορές χρεογράφων απέκτησαν σταδιακά αυξανόμενο ρόλο και μέγεθος και συνδέθηκαν στενά με τις τραπεζικές εργασίες. Σε αυτό βοήθησαν εξελίξεις, όπως η τιτλοποίηση απαιτήσεων, η δημιουργία εταιρειών επενδύσεων που απευθύνονται στο ευρύ επενδυτικό κοινό (όπως τα αμοιβαία κεφάλαια), τα νέα σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα για τη διαχείριση κινδύνων, οι σύνθετοι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι “financial conglomerates” και τέλος οι εξαγορές και συγχωνεύσεις που οδήγησαν στη δημιουργία μεγάλων και σύνθετων ομίλων εταιρειών. Το αποτέλεσμα αυτής της διασύνδεσης έχει οπωσδήποτε θετικές συνέπειες, αλλά παρουσιάζει και αυξημένους κινδύνους τόσο για τα επιμέρους τραπεζικά ιδρύματα, όσο και για το σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Έτσι, η αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων από τη μεριά των πιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά και ο σωστός προσδιορισμός τους από τις εποπτικές αρχές, είναι ένα σημείο καθοριστικής σημασίας για τη διατήρηση της σταθερότητας του συστήματος. Η δραστηριοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων στις αγορές χρεογράφων μπορεί να είναι επικίνδυνη για τη σταθερότητα του οικονομικού συστήματος. Το αντίθετο δεν φαίνεται να ισχύει, εφόσον τα πιστωτικά ιδρύματα δεν επηρεάζονται από τις δραστηριότητές των εταιρειών επενδύσεων. Οι κανονισμοί και η εποπτεία στην τραπεζική δραστηριότητα αποβλέπουν κυρίως στη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Στον τομέα των αγορών χρεογράφων η νομοθεσία στοχεύει στην επαρκή πληροφόρηση των επενδυτών και τη διαφάνεια των συναλλαγών. Η διασύνδεση όμως των δύο αυτών εργασιών, έχει ως συνέπεια την αμοιβαία επωφελή υιοθέτηση κανόνων προληπτικής εποπτείας από τον τραπεζικό τομέα σε αυτόν της αγοράς χρεογράφων, αλλά και απαιτήσεων για διαφάνεια στις συναλλαγές από την αγορά χρεογράφων στον τραπεζικό κλάδο. Παρόλο που το σημερινό πλαίσιο κανόνων για τις εταιρείες επενδύσεων είναι επαρκές, η αποτελεσματικότητά του πρέπει να παρακολουθείται στενά και να προσαρμόζεται στις εξελίξεις, ώστε να παραμείνει 36 επαρκές και στο μέλλον. Η έμφαση πρέπει να δοθεί στους κινδύνους που προκύπτουν από τις σχετικές δραστηριότητες, καθώς αυτό σημαίνει στενή συνεργασία, τόσο μεταξύ των εποπτικών αρχών των αγορών χρεογράφων, όσο και μεταξύ αυτών και των κεντρικών τραπεζών σε εθνικό και διασυνοριακό επίπεδο. 3.3.6 Αυτοπειθαρχία ή δημόσιος έλεγχος Στο ζήτημα της ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα, ερωτήματα σχετικά με την ευθύνη και το αντικείμενο της ρύθμισης έχουν εγερθεί πολλές φορές. Αντίθετα, ο τρόπος εφαρμογής της ρυθμιστικής δραστηριότητας δεν έχει λάβει ακόμα το μερίδιο του ενδιαφέροντος που του αναλογεί. Η τάση, όπως είναι φανερό και από τους νέους εποπτικούς κανόνες, είναι προς την χρήση μεθόδων που περιλαμβάνουν κριτήρια που θέτουν τα ίδια τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα βάσει των ακολουθούμενων εσωτερικών τους διαδικασιών, έναντι των σχετικά ξεκάθαρων και συγκεκριμένων νομικών κανόνων του παρελθόντος. Η εξέλιξη αυτή έχει ως συνέπεια την παραχώρηση του δικαιώματος αυτορύθμισης στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή σε κλαδικές ενώσεις. Με δεδομένη την εμπειρία του παρελθόντος, αυτή η εξέλιξη θεωρείται φιλική προς την τραπεζική αγορά και προσαρμοστική προς την καινοτομία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ζητήματα αρνητικών εξωτερικοτήτων και ρυθμιστικών εξαρτήσεων “regulatory capture” τα οποία μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα, όταν συμβαίνει μια τέτοια εκχώρηση υπευθυνότητας. Συνεπώς, το βασικό πρόβλημα είναι κατά πόσο μπορούμε να εμπιστευθούμε στο ίδιο το χρηματοπιστωτικό σύστημα την αυτορύθμιση του. Η εμπειρία έχει δείξει ότι η αυτορύθμιση πρέπει να συμβαδίζει με μία ισχυρή, αλλά όχι εξουσιαστική αρχή. Έτσι, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή απ την πλευρά των αρχών σε σχέση με τις εκχωρούμενες αρμοδιότητες, ώστε να μην αφορούν αντικείμενα που είναι από τη φύση τους δημόσια. Πρέπει επίσης να έχει διασφαλιστεί η ύπαρξη αποτελεσματικών λογιστικών προτύπων και να υπάρχει διεθνής συνεργασία των αρχών, αλλά και η αποτελεσματική εφαρμογή της πειθαρχίας στην αγορά. 3.3.7 Εναλλακτικές λύσεις για την εποπτεία Όπως είδαμε και πριν, οι νέες συνθήκες στις αγορές και η στενή τους διασύνδεση προκαλούν ερωτήματα που αφορούν ακόμη και την οργανωτική δομή των κανονιστικών και εποπτικών αρχών, ιδιαίτερα στον χώρο της “ΟΝΕ” που είναι στο πιο προχωρημένο στάδιο ενοποίησης σε σχέση με τον ευρύτερο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 37 Το πρώτο ερώτημα σχετίζεται με την αναγκαιότητα ύπαρξης μίας ενιαίας ή πολλών ξεχωριστών εποπτικών αρχών, για κάθε τμήμα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η ύπαρξη μίας αρχής είναι αποτελεσματική απέναντι στην κατάργηση των διακριτών διαφορών των τομέων του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά κάνει το αντικείμενο εποπτείας ευρύ και πολύπλοκο. Αντίθετα, η ύπαρξη εξειδικευμένων αρχών για κάθε τομέα απαιτεί καλό συντονισμό μεταξύ τους. Ένα άλλο σημαντικό ερώτημα αναφέρεται κυρίως στην εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και σχετίζεται με το κατά πόσο αυτή πρέπει να ανατίθεται στην Κεντρική Τράπεζα. Η συλλογιστική της ανάθεσης της εποπτείας σε άλλο οργανισμό, βασίζεται στον ηθικό κίνδυνο που υπάρχει όταν συσχετίζονται η άσκηση νομισματικής πολιτικής και τραπεζικής εποπτείας. Τέλος, ένα ακόμη ερώτημα είναι αν πρέπει η τραπεζική εποπτεία να ασκείται σε εθνικό επίπεδο, όπως συμβαίνει σήμερα, ή σε υπέρ-εθνικό επίπεδο, όπως η νομισματική πολιτική στην “ΟΝΕ”. Στις χώρες της ζώνης του Ευρώ, η Κεντρική Τράπεζα είναι υπεύθυνη για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής, αλλά όχι για την εποπτεία του τραπεζικού συστήματος. Το καινοφανές στοιχείο στην πρακτική αυτή είναι ότι η περιοχή δικαιοδοσίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε ότι αφορά τη νομισματική πολιτική, δε συμπίπτει με αυτήν της τραπεζικής εποπτείας. Γι' αυτόν το λόγο απαιτείται στενή και απρόσκοπτη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των εθνικών εποπτικών αρχών. Όπως είναι γνωστό, η νομισματική πολιτική μπορεί να είναι αποτελεσματική εκτός των άλλων, όταν το πιστωτικό σύστημα παραμένει υγιές και δεν κλονίζεται η εμπιστοσύνη του κοινού προς αυτό. Το πρόβλημα που έχει προκύψει στην “Ε.Ε.”, στις σύγχρονες συνθήκες του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, είναι ότι δεν υφίσταται μια ενιαία εποπτική πολιτική στις χώρες που αποτελούν την ζώνη του Ευρώ. Η αδυναμία άσκησης ενιαίας εποπτικής πολιτικής και έλλειψης ενός κεντρικού φορέα εποπτείας των τραπεζικών συστημάτων των χωρών αυτών, είναι δυνατό να δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στη λειτουργία της “ΟΝΕ” και στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων όπως στις μέρες μας και να θέσει σε αμφισβήτηση την αξιοπιστία όλου του συστήματος. Στις συνθήκες αυξανόμενης παγκοσμιοποίησης και απελευθέρωσης των χρηματαγορών, η ύπαρξη απλώς ενιαίων κανόνων εποπτείας των εθνικών τραπεζικών συστημάτων δεν αποτελεί εγγύηση για την ομαλή και φερέγγυα λειτουργία του πιστωτικού συστήματος. Απαιτείται επίσης η συνεργασία και ο συντονισμός των Κεντρικών Τραπεζών, έτσι ώστε να υπάρχει ένας οιονεί «συλλογικός επόπτης» του πιστωτικού συστήματος στη ζώνη του Ευρώ, που να εγγυάται τη φερεγγυότητα του όλου συστήματος και να αποτελεί έκφραση συλλογικής πολιτικής επιθυμίας ενίσχυσης των μηχανισμών εκείνων που θωρακίζουν την, εν πολλοίς, ενιαία χρηματοπιστωτική αγορά στη ζώνη του Ευρώ. 38 3.3.8 Κεντρική Τράπεζα και οικονομική σταθερότητα Οι μεταμορφώσεις των οικονομικών συστημάτων αλλά και των Κεντρικών Τραπεζών τις τελευταίες δεκαετίες, απαιτούν την επανεξέταση του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζουμε τις κρίσεις στο οικονομικό σύστημα, αλλά και τον ρόλο που διαδραματίζουν σε αυτές οι Κεντρικές Τράπεζες. Συγκεκριμένα, η σημασία των κινδύνων ρευστότητας και μόλυνσης των αγορών αυξάνεται, όπως επίσης και οι κίνδυνοι που προέρχονται από την εμπλοκή των πιστωτικών ιδρυμάτων σε μη τραπεζικές δραστηριότητες. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, λόγω της ανάπτυξης και βελτίωσης των τεχνικών διαχείρισης κινδύνου αλλά και της εποπτείας του τραπεζικού συστήματος και των συστημάτων πληρωμών, δεν θα υπάρξει κρίση, αλλά το συμπέρασμα αυτό θα ήταν αρκετά πρόωρο. Έτσι, στην περίπτωση που υπάρξει κρίση θα υπάρχει και ανάγκη διαχείρισης της από μία έμπειρη Κεντρική Τράπεζα. Η θέση που καταλαμβάνει η Κεντρική Τράπεζα στην διατήρηση σταθερού οικονομικού περιβάλλοντος, βρίσκεται κάπου μεταξύ νομισματικής πολιτικής και εποπτείας και είναι ανεξάρτητη, αλλά και εξαρτημένη ταυτόχρονα και από τις δύο. Έτσι, απαιτείται λεπτός χειρισμός των ορίων αυτών των δύο ανεξάρτητων, αλλά και συμπληρωματικών ταυτόχρονα, λειτουργιών. Η συμβολή των Κεντρικών Τραπεζών στη διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας είναι σημαντική, ανεξάρτητα από το αν είναι υπεύθυνες για την εποπτεία του τραπεζικού συστήματος. Η δραστηριότητα των Κεντρικών Τραπεζών περιλαμβάνει όλο και περισσότερο προληπτικές δράσεις σε σχέση με τη διατήρηση της σταθερότητας του συστήματος. Αυτές σχετίζονται με τη διαχείριση της ρευστότητας στο οικονομικό σύστημα, με την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών μεγάλης αξίας και με τη φροντίδα για τη διάχυση της πληροφόρησης στις αγορές. Οι διακυμάνσεις των οικονομικών κύκλων μπορεί να γίνουν εντονότερες στο μέλλον, πράγμα που μπορεί να απειλήσει την οικονομική σταθερότητα, ακόμη κι αν το πλαίσιο εποπτείας είναι επαρκές. Ο τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών είναι η ενίσχυση της συνεργασίας των Κεντρικών Τραπεζών και η υιοθέτηση ευρύτερα αποδεκτών αντικυκλικών πολιτικών εποπτείας, αλλά και η ετοιμότητα των Κεντρικών Τραπεζών να αντιμετωπίζουν τυχόν προβλήματα, έτσι ώστε να διασφαλίσουν την οικονομική σταθερότητα.

3.4 «Η Ρυθμιστική Απόκριση στη Χρηματοπιστωτική Κρίση» Με τον παραπάνω τίτλο παρουσιάστηκαν στο συνέδριο του CESIFO με τίτλο“Financial Market Regulation in Europe” τον Ιανουάριο του 2008, οι απόψεις και οι προτάσεις για την χρηματοοικονομική κρίση του C.A.E. Goodhart, καθηγητή στο London 39 School of Economics. Δημοσιεύθηκαν δε, το Μάρτιο του 2008 με τον ίδιο τίτλο στο working paper No. 2257 στην κατηγορία “Monetary Policy and International Finance”. Σύμφωνα λοιπόν με το κείμενο αυτό η αναταραχή του χρηματοπιστωτικού συστήματος που οδήγησε στην κρίση ανέδειξε τουλάχιστον πέντε θέματα σοβαρού προβληματισμού. Τα θέματα αυτά έχουν ως εξής: Ασφάλεια / εγγύηση καταθέσεων Όταν έχουμε μια τράπεζα εγγυημένη κατά 100%, η οποία ανεξαρτήτως της κακής της επίδοσης ή/ και της κακής της φήμης είναι σε θέση να αποπληρώνει τις υποχρεώσεις και να παραμένει στο χώρο, τότε δημιουργείται ένα τεράστιο πρόβλημα ηθικού κινδύνου. Στην περίπτωση αυτή οι εποπτικές/ ρυθμιστικές αρχές θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα να κλείνουν τις «κακές τράπεζες» προτού αυτές συσσωρεύσουν τεράστιες ζημίες και χρέη στο ταμείο εγγύησης καταθέσεων. Θα έπρεπε δηλαδή οι αρχές να μπορούν να αναλαμβάνουν έγκαιρη διορθωτική δράση. Καθεστώς πτώχευσης τραπεζών / έγκαιρη διορθωτική δράση Μια τραπεζική χρεοκοπία λαμβάνει χώρα όταν μια τράπεζα δεν είναι σε θέση- συνήθως λόγω έλλειψης ρευστότητας -να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις. Όμως μια τράπεζα που έχει 100% εγγυημένες καταθέσεις μπορεί πάντα να εξασφαλίζει επιπλέον χρηματοδότηση προσφέροντας ένα επιπλέον επιτόκιο. Μια τέτοια τράπεζα λοιπόν που αντιμετωπίζει το φάσμα της χρεοκοπίας έχει κάθε λόγο να διακινδυνεύσει για να μπορέσει να ορθοποδήσει. Σε περίπτωση όμως που δεν τα καταφέρει, όπως είναι το πιθανότερο, θα αποτελέσει μεγάλο πλήγμα για το ταμείο εγγύησης. Το καθεστώς πτώχευσης των τραπεζών θα πρέπει λοιπόν να προβλέπει κάποιου είδους απαλλοτρίωση των δικαιωμάτων των μετόχων. Όταν όμως μια τράπεζα κλείνει με εντολή των αρχών, είτε θα έχουμε την αιτίαση ότι οι μέτοχοι αποστερήθηκαν της περιουσίας τους, είτε ότι οι φορολογούμενοι έπεσαν θύματα αισχροκέρδειας ή και τα δυο ταυτοχρόνως. Σε κάθε περίπτωση βέβαια δεν είναι δίκαιο να κλείνει μια τράπεζα χωρίς να δίνεται μια ευκαιρία στους υπευθύνους να διορθώσουν τα κακώς κείμενα. Λειτουργίες της Χρηματαγοράς και Κεντρικές Τράπεζες Το ξέσπασμα της χρηματοοικονομικής κρίσης, σύντομα οδήγησε στο «στέγνωμα» της ρευστότητας στην αγορά και στις περισσότερες περιπτώσεις χωρών στο κλείσιμο της 40 διατραπεζικής αγοράς . Έτσι το τραπεζικό σύστημα απευθύνθηκε στις αντίστοιχες Κεντρικές Τράπεζες για την εξασφάλιση της απαραίτητης ρευστότητας. Όμως, η έλλειψη ρευστότητας και η πτώχευση των τραπεζών είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Αυτό που πραγματικά συνέβη είναι ότι η ρευστότητα των εμπορικών τραπεζών εξαντλήθηκε πολύ γρήγορα. Το πρόβλημα λοιπόν ξεκινούσε από τις απαιτήσεις του ρυθμιστικού πλαισίου βάσει των οποίων οι τράπεζες έπρεπε να διατηρούν ένα ελάχιστο όριο άμεσα ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων σε καιρούς κρίσης. Στην πράξη τέτοια περιουσιακά στοιχεία που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση κρίσης δεν συνεισφέρουν στην ανακούφιση της έλλειψης ρευστότητας. Η λύση είναι να δίνονται κίνητρα στις τράπεζες να διατηρούν στο χαρτοφυλάκια τους αξίες άμεσα ρευστοποιήσιμες κατά τη διάρκεια των καλών περιόδων και οι οποίες να χρησιμοποιούνται σε περιόδους ανάγκης. Προκυκλικότητα που δημιουργούν οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και γενικότερη έλλειψη αντικυκλικών χρηματοοικονομικών εργαλείων Είναι γεγονός ότι κατά τη διάρκεια κρίσεων, ο κίνδυνος αθέτησης πληρωμής αυξάνεται. Οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις υποβαθμίζονται και οι αξίες πέφτουν τόσο στην πρωτογενή όσο και στη δευτερογενή αγορά. Οι συμμετέχοντες στην χρηματοοικονομική αγορά υιοθετούν πιο συντηρητική στάση και ενισχύεται η προκυκλικότητα του συστήματος. Οι ρυθμίσεις που προβλέπονται από τη Βασιλεία ΙΙ βοηθούν τις μεμονωμένες τράπεζες να έχουν μια πιο καθαρή εικόνα για τον κίνδυνο στον οποίο έχουν εκτεθεί. Ο σκοπός όμως των ρυθμιστικών διατάξεων θα έπρεπε να είναι η αναχαίτιση του συστημικού κινδύνου, η αποφυγή μετάδοσης του και η αντιμετώπιση απρόβλεπτων εξελίξεων και όχι τόσο πολύ η αντιμετώπιση του κινδύνου από κάθε τράπεζα ξεχωριστά. Η πρόταση εδώ είναι να αλλάξει ο τρόπος υπολογισμού των δεικτών Κεφαλαιακής Επάρκειας. Προτείνεται να χρησιμοποιούνται ως βάση υπολογισμού οι ρυθμοί αύξησης των σταθμισμένων στοιχείων του ενεργητικού και όχι τα επίπεδα τιμών τους. Έτσι θα απαιτούνται από τις τράπεζες να σχηματίζουν πρόσθετα αποθέματα κεφαλαίων και ρευστότητας όταν ο τραπεζικός δανεισμός και τιμές των αξιών θα αυξάνονται με γρήγορο ρυθμό, ενώ αυτές οι απαιτήσεις θα χαλαρώνουν σε περιόδους ύφεσης. Όρια στη ρύθμιση του τραπεζικού συστήματος Η επέκταση της ισχύος των εποπτικών και ρυθμιστικών διατάξεων στις Ειδικές Επενδυτικές Εταιρίες (SVIs- Conduits) κρίνεται απαραίτητη. Το μοντέλο επιχειρηματικής 41 στρατηγικής των τραπεζών που βασίζεται στη δημιουργία και διανομή δανείων γνωστό με το όνομα originate and distribute δημιούργησε πάρα πολλά προβλήματα. Πολλές τράπεζες μετέφεραν μεγάλο μέρος του δανειακού τους χαρτοφυλακίου σε εταιρίες ειδικού σκοπού με τις οποίες ήταν συνδεδεμένες είτε με νομική δέσμευση είτε όχι και ανέλαβαν την υποχρέωση να τις συνδράμουν όταν οι χρηματοοικονομικές συνθήκες χειροτέρευαν. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι οι τράπεζες πρέπει να ανταποκριθούν σε πολλές απρόοπτες δεσμεύσεις και συμβατικές υποχρεώσεις έναντι των πελατών τους και έναντι των κεφαλαιαγορών γενικότερα. Επομένως σε ποιο βαθμό οι υποχρεώσεις τους έναντι των πάσης φύσεως θυγατρικών τους και εταιριών ειδικού σκοπού προηγούνται των πρώτων εφόσον γνωρίζουμε ότι όλες αυτές οι απαιτήσεις εγείρονται σε δύσκολες περιόδους. Η Επιτροπή Ρύθμισης των Κεφαλαιαγορών στις Η.Π.Α. (Committee on Capital Markets Regulation) είναι ένας ανεξάρτητος και αμερόληπτος ερευνητικός οργανισμός που αποσκοπεί στη βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου των κεφαλαιαγορών στις Η.Π.Α.. Τον Μάιο του 2009 εξέδωσε μια αναφορά με τίτλο “The Global Financial Crisis- A Plan for Regulatory Reform” στην οποία εξετάζει τις σημαντικότερες αδυναμίες του ρυθμιστικού πλαισίου που συνεισέφεραν στην τρέχουσα χρηματοπιστωτική κρίση. Τα θέματα που αναδύονται μέσα από τη συγκεκριμένη αναφορά είναι η δημιουργία αποτελεσματικής εποπτείας και αποτελεσματικών ρυθμιστικών διατάξεων, η μείωση του συστημικού κινδύνου, η ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας των επενδυτών μέσω αυξημένης διαφάνειας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η δημιουργία μιας παγκοσμιοποιημένης αντίδρασης σε μια παγκοσμιοποιημένη κρίση Έτσι, ολοκληρώνοντας τη σύντομη παρουσίαση των ζητημάτων που έχουν να αντιμετωπίσουν οι εποπτικές αρχές, λόγω των εξελίξεων των τελευταίων δεκαετιών στο χρηματοπιστωτικό τομέα, μπορούμε να παρουσιάσουμε το νέο πλαίσιο για την επάρκεια των κεφαλαίων των τραπεζών. Από την ανάλυση του περιεχομένου της νέας συνθήκης, φαίνεται η πρόθεση της "φιλικότερης" προς την αγορά εποπτείας, αλλά και η προτροπή για στενή συνεργασία των εποπτικών αρχών στην κατά το δυνατόν ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων του νέου πλαισίου. Τέλος, στο κείμενο τονίζεται η αλληλεπίδραση των τριών πυλώνων και η σημασία που έχει η απρόσκοπτη εφαρμογή τους για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της συνθήκης

42 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Η Επιτροπή της Βασιλείας Η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (Basel Committee on Banking Supervision)18, η οποία ονομάζεται και «Επιτροπή της Βασιλείας», ιδρύθηκε το 1974 με τη συμμετοχή 13 χωρών (Βέλγιο, Καναδάς, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Ισπανία, Σουηδία, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο και Η.Π.Α.) και αποτελείται από εκπροσώπους κεντρικών τραπεζών και άλλων εποπτικών αρχών. Η Επιτροπή της Βασιλείας εδρεύει και συνεδριάζει κάθε τρεις μήνες στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank of International Settlements), η οποία της παρέχει και γραμματειακή υποστήριξη. Η Επιτροπή της Βασιλείας δεν αποτελεί κάποιο είδος διακυβερνητικού οργανισμού, αλλά μια οργάνωση-forum χωρίς νομική προσωπικότητα και εξουσία. Το έργο της Επιτροπής αποβλέπει κυρίως στη διασφάλιση της σταθερότητας του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά και στη διαμόρφωση ισοδύναμων όρων ανταγωνισμού. Η Επιτροπή (The Committee) διατυπώνει ευρέα εποπτικά πρότυπα και κατευθύνσεις και προτείνει βέλτιστες πρακτικές, με την προσδοκία ότι οι επιμέρους εποπτικές αρχές θα λάβουν μέτρα για την εφαρμογή τους μέσω θεσμικών ή άλλων προσαρμογών, οι οποίες ενδείκνυνται για τα θεσμικά τους συστήματα. Επιπλέον, δεν έχει τη μορφή υπερεθνικής εποπτικής αρχής και τα συμπεράσματα της δεν έχουν δεσμευτική νομική ισχύ. Παρέχει εκτεταμένες κατευθυντήριες γραμμές που οι εποπτικές αρχές κάθε χώρας μπορούν να χρησιμοποιήσουν ώστε να καθορίσουν τις ρυθμιστικές πολιτικές που εφαρμόζουν. Μολονότι οι κανόνες που θεσπίζει η Επιτροπή της Βασιλείας δεν έχουν νομικά εξαναγκαστικό χαρακτήρα, η επιρροή του έργου της είναι ιδιαίτερα σημαντική και εκτός του κύκλου των νομισματικών και εποπτικών αρχών που συμμετέχουν στη σύνθεση τους. Ειδικότερα : ¾ Μεγάλο τμήμα του έργου της έχει υιοθετηθεί από τις εποπτικές αρχές πολλών κρατών που δεν συμμετέχουν στη σύνθεση της. ¾ Το έργο της έχει καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση του κανονιστικού πλαισίου που αφορά την προληπτική εποπτεία των τραπεζών στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και κατεξοχήν στη θεματική της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. 18 Για πληροφορίες σχετικά με την ιστορική εξέλιξη της Επιτροπής Βασιλείας ως υπερεθνική εποπτική αρχή, βλ. http://www.bis.org/bcbs/history.htm

43 Συγκεκριμένα, τόσο το αρχικό πλαίσιο όσο και το πλαίσιο που καθιερώθηκε με το νέο Σύμφωνο έχει, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ενσωματωθεί πλήρως στην κοινοτική νομοθεσία. 4.1 Η Συμφωνία της Βασιλείας Ι (Basel Ι) Η πρακτική της Διαχείρισης Κινδύνων στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εξελίχθηκε ταχύτητα από το τέλος της δεκαετίας του 1970 ως σήμερα. Οι σημαντικοί λόγοι που έγινε κάτι τέτοιο ήταν κυρίως η απελευθέρωση των αγορών, η αύξηση της ταχύτητας κυκλοφορίας των κεφαλαίων, η αυξανόμενη πολυπλοκότητα των χρηματοοικονομικών εργαλείων με την εισαγωγή των παραγώγων, καθώς επίσης και τη χρήση της τεχνολογίας σε επίπεδο συναλλαγών αλλά και σε επίπεδο διαχείρισης κεφαλαίων. Ο βασικός παράγοντας για την προώθηση και την ανάπτυξη της πρακτικής της Διαχείρισης Κινδύνων ήταν οι ανάγκες που δημιουργήθηκαν από το συνεχώς εξελισσόμενο χρηματοοικονομικό περιβάλλον καθώς επίσης και από τις πιέσεις που ασκήθηκαν σε εποπτικό επίπεδο από τις εθνικές αρχές λόγω των προβλημάτων και της αστάθειας εκείνης της εποχής. Η Διαχείριση Κινδύνων στα χρηματοοικονομικά ιδρύματα ακολούθησε με καθυστέρηση αυτές τις εξελίξεις παγκοσμίως. Η αύξηση των πτωχεύσεων στα τραπεζικά ιδρύματα κυρίως την δεκαετία του 1970 οδήγησε τις αρχές να εισάγουν θεσμούς και κανόνες σχετικά με την Κεφαλαιακή Επάρκεια. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι του πιστωτικού κινδύνου προήρθαν κυρίως από την έλλειψη σωστής διαχείρισης του δανειακού χαρτοφυλακίου των ιδρυμάτων. Η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίστηκε από μεγάλη μεταβλητότητα στις παραμέτρους της αγοράς και του συναλλάγματος και ιδιαίτερα στα επιτόκια, με αποτέλεσμα αρνητικές επιπτώσεις στην κερδοφορία των Πιστωτικών Ιδρυμάτων. Με αφορμή τη νέα χρηματοοικονομική κατάσταση οι εποπτικές Αρχές επέκτειναν τους ήδη υπάρχοντες κανόνες και θέσπισαν νέους δίνοντας περισσότερο έμφαση στην εφαρμογή των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων και στον Κίνδυνο Αγοράς με την επιβολή του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι η εποπτεία του Κινδύνου Αγοράς είναι πιο περίπλοκη από αυτή του Πιστωτικού Κινδύνου επειδή υπάρχει πιθανότητα σφάλματος με τη διπλή μέτρηση κινδύνου, αφού δεν πρόκειται για αθροιστική. Είναι γνωστό ότι ο βασικός τρόπος αντιμετώπισης κινδύνου σε χαρτοφυλάκιο είναι η διαφοροποίηση του. Για παράδειγμα, ο κίνδυνος αγοράς σε ένα χαρτοφυλάκιο που αποτελείται από 2 μετοχές δεν ισούται με το αλγεβρικό άθροισμα των κινδύνων αγοράς 2 χαρτοφυλακίων που το καθένα αποτελείται από μία από τις δύο μετοχές. 44 Οι εποπτικές αρχές πρέπει επομένως να επιτρέψουν το συμψηφισμό θέσεων σε αξιόγραφα με υψηλή αρνητική συσχέτιση ώστε να αναγνωρίζουν τη βασική τεχνική αντιστάθμισης κινδύνου. Σε αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε το Σύμφωνο της Επιτροπής της Βασιλείας το 1996 επιτρέποντας στα Πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν εσωτερικά μοντέλα βασισμένα στη μεθοδολογία της Μέγιστης Δυνητικής Ζημίας. Η μέθοδος αυτή μας δίνει αποτελέσματα που αφορούν τον υπολογισμό του Κινδύνου Αγοράς ενός χαρτοφυλακίου και των συνεπαγόμενων Κεφαλαιακών Απαιτήσεων. Η συνθήκη αυτή έγινε νόμος στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες τον Ιούνιο του 1998, ενώ στην Ελλάδα ψηφίσθηκε αργότερα. Τον Ιούλιο του 1988 μετά από μια μακρά περίοδο διαβουλεύσεων, η Επιτροπή της Βασιλείας δημοσίευσε το Σύμφωνο της Βασιλείας για την Κεφαλαιακή Επάρκεια με τίτλο «Διεθνής Σύγκληση της Κεφαλαιακής Μέτρησης και των Κεφαλαιακών Προτύπων» (International Convergence of Capital Measurement and Capital Standards) ή Basel Ι. Το Σύμφωνο αυτό (The Accord)) αφορούσε τη διεθνή εναρμόνιση των κανόνων της κεφαλαιακής επάρκειας των Πιστωτικών Ιδρυμάτων καθώς και τον πιστωτικό κίνδυνο. Καθιερώθηκε ως « Συμφωνία της Βασιλείας για την Κεφαλαιακή Επάρκεια» (Basel Capital Accord) ή «Αρχική Συμφωνία», οι διατάξεις της οποίας αναφέρονται: ¾στον τρόπο υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων των Πιστωτικών Ιδρυμάτων για την κάλυψη έναντι της έκθεσης της στον πιστωτικό κίνδυνο, από τα εντός και εκτός ισολογισμού στοιχεία του ενεργητικού τους ¾τον προσδιορισμό των στοιχείων που μπορούν να περιλαμβάνονται στην έννοια των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων για τις ανάγκες υπολογισμού της κεφαλαιακής επάρκειας των Πιστωτικών Ιδρυμάτων. Ο σημαντικότερος παράγοντας για την Διαχείριση Κινδύνων που τέθηκε από τις Εποπτικές Αρχές είναι η Κεφαλαιακή Επάρκεια, που στοχεύει να θέσει ελάχιστο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που πρέπει να έχει κάθε πιστωτικό ίδρυμα σε σχέση με τον αναλαμβανόμενο πιστωτικό κίνδυνο. Είναι πρώτη φορά που συνδέεται το ύψος των ιδίων κεφαλαίων με το πιστωτικό κίνδυνο και καθιερώνεται ο συντελεστής φερεγγυότητας για την αντιμετώπιση του πιστωτικού κινδύνου. Ο συντελεστής φερεγγυότητας ορίζεται ως ο λόγος των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος προς τα στοιχεία του ενεργητικού και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία σταθμισμένα με τον κίνδυνο τους. Η ελάχιστη τιμή του συντελεστή καθιερώθηκε στο 8% και είναι σχεδιασμένος να καλύπτει τον κίνδυνο μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης του αντισυμβαλλόμενου σε όλες τις μορφές. 45 Έτσι το Σύμφωνο της Βασιλείας επέβαλλε ένα ελάχιστο ενιαίο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, 8%, και εναρμόνισε για πρώτη φορά το διεθνές εποπτικό σύστημα. Ο υπολογισμός του προκύπτει με τον ίδιο τρόπο όπως και ο συντελεστής φερεγγυότητας μόνο που σε αυτή την αναθεώρηση προστέθηκαν στο σταθμισμένο ενεργητικό στοιχεία από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, ώστε να αντιπροσωπεύεται και ο κίνδυνος αγοράς επιπλέον του πιστωτικού κινδύνου. Τα στοιχεία αυτά σταθμίζονται ανάλογα με τον κίνδυνο που προέρχεται από τη μεταβολή τιμών συναλλάγματος, μετοχών, επιτοκίων αϊ άλλων παραμέτρων της αγοράς. Οι αρχικές διατάξεις της Συμφωνίας της Βασιλείας, οι οποίες αργότερα ενσωματώθηκαν, συνολικά ή εν μέρει, τόσο στο Κοινοτικό Δίκαιο, όσο και στην Ελληνική Νομοθεσία, καθώς και οι τροποποιήσεις τους, καθορίζουν το πλαίσιο υπολογισμού του συντελεστή ή δείκτη φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι δύο βασικοί σκοποί της «Αρχικής Συμφωνίας» ήταν να εξασφαλίσει ένα επαρκές επίπεδο κεφαλαίου στο διεθνές πιστωτικό σύστημα και να δημιουργήσει ένα πιο ανταγωνιστικό κλάδο έτσι ώστε τα πιστωτικά ιδρύματα να μην μπορούν να αναπτυχθούν επιχειρηματικά χωρίς επαρκή κεφαλαιακή υποστήριξη. Οι δύο αυτοί στόχοι επιτεύχθηκαν. Η Βασιλεία Ι δίνει τη δυνατότητα στις τράπεζες, μέσω των τιτλοποιήσεων στοιχείων, όπου δεν υπάρχει αντιστοίχηση του οικονομικού και του εποπτικού κινδύνου, (π.χ. στεγαστικά δάνεια) να προβαίνουν σε μείωση των απασχολούμενων κεφαλαίων χωρίς αντίστοιχη μείωση του οικονομικού κινδύνου Στη δεκαετία του 1990 εμφανίστηκαν περιπτώσεις καταστροφικών ζημιών σε πιστωτικά ιδρύματα εξαιτίας κινδύνων που δεν προέρχονταν ούτε από αθέτηση εκπλήρωσης υποχρέωσης από αντισυμβαλλόμενο ούτε από μεγάλη μεταβλητότητα παραγόντων αγοράς, αλλά από ατέλειες του πλαισίου λειτουργίας. Με αφορμή κάποιες χρηματοοικονομικές δυσλειτουργίες και πτωχεύσεις σε πιστωτικά ιδρύματα γεννήθηκε η ανάγκη διαχείρισης ενός πρωτοεμφανιζόμενου τύπου κινδύνου, του λεγόμενου Λειτουργικού Κινδύνου. Τα αποτελέσματα από την επιβολή των κανόνων του Συμφώνου ήταν σημαντικά και δεν άργησαν να φανούν στο τραπεζικό σύστημα με την αύξηση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων καθώς επίσης και με τη δημιουργία εποπτικών συνθηκών ισότιμου ανταγωνισμού. Παρ' όλα αυτά όμως, με τις νέες εξελίξεις ήταν απαραίτητη η αναθεώρηση του. Σημαντικές χρηματοοικονομικές εξελίξεις περιόρισαν την αποτελεσματικότητα του, καθώς ουσιαστικά βασιζόταν σε μια όχι και τόσο ευέλικτη μεθοδολογία σταθμίσεων πιστωτικού κινδύνου. Η απουσία σημαντικών διαφοροποιήσεων των κεφαλαιακών απαιτήσεων, ανάλογα με το ύψος του κινδύνου, οδήγησε πολλές τράπεζες στη χρήση του «εποπτικού arbitrage». Σε αυτή την περίπτωση επιτυγχάνεται η αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρηματικών 46 δανείων χαμηλής διαβάθμισης, χωρίς την ταυτόχρονη αύξηση των απαιτούμενων κεφαλαίων. Έτσι, η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων μιας τράπεζας υποβαθμίζεται, χωρίς την παράλληλη αύξηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων και των προβλέψεων. Το 1999 η Επιτροπή της Βασιλείας έδωσε στη δημοσιότητα το αναθεωρημένο έγγραφο του 1988 προς σχολιασμό σε θέματα πιστωτικού κινδύνου. Το νέο κείμενο οδήγησε σε συνεχείς διαβουλεύσεις μεταξύ των κεντρικών φορέων. Η βασική μεθοδολογία του πρώτου αναθεωρημένου Συμφώνου της Βασιλείας αφορά άμεσα τα εποπτικά ιδία κεφάλαια. Οι σταθμίσεις πιστωτικού κινδύνου ορίζονται ανά κατηγορία οφειλέτου, δηλαδή μικρότερου πιστωτικού κινδύνου είναι οι κεντρικές κυβερνήσεις, και στη συνέχεια ακολουθούν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις. Επίσης, οι σταθμίσεις πιστωτικού κινδύνου για έκθεση έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και τραπεζών θα βασίζονται σε διαχωρισμό των κρατών ανάλογα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ θα ανήκουν σε Α' Ζώνη πιστωτικού κινδύνου, ενώ τα λοιπά κράτη θα είναι σε Β' Ζώνη υψηλότερου κινδύνου. Επίσης, οι βραχυπρόθεσμες διατραπεζικές τοποθετήσεις ορίζονται σε 12 μήνες. Τα πλεονεκτήματα της Συμφωνίας αναγνωρίστηκαν ευρύτατα και κατά τη διάρκεια του 1990 η Συμφωνία έγινε παγκόσμια αποδεκτή με περισσότερες από 100 χώρες να εφαρμόσουν το πλαίσιο της Βασιλείας Ι στο πιστωτικό τους σύστημα. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1993, η νομοθεσία αυτή είχε εφαρμοστεί από όλες τις χώρες. Ωστόσο, η «Αρχική Συμφωνία» τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε πολλές φορές με σημαντικότερη τροποποίηση εκείνη του 1996 προκειμένου να συμπεριληφθούν και οι κίνδυνοι αγοράς. Το Σύμφωνο της Βασιλείας για την κεφαλαιακή επάρκεια ξεπεράστηκε με τον καιρό από τις εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα και έπαυσε να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται οι τράπεζες. 4.2 Ανάγκη για αναθεώρηση (σύντομη συγκριτική αναφορά) Προκύπτει λοιπόν, πως αν και το πρώτο σύμφωνο της Βασιλείας απετέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της προσπάθειας για την επιβολή διεθνών κανονισμών στη συνέχεια φάνταζε παρωχημένο. Εξ ου και το σχέδιο αντικατάστασης του με το πιο εξελιγμένο μοντέλο, που ονομάζεται «Βασιλεία II». Τα κενά του πρώτου συμφώνου γίνονταν ολοένα και πιο εμφανή. Ο διαχωρισμός του ενεργητικού σε τέσσερις κατηγορίες, βάσει του κινδύνου πτώχευσης που παρουσιάζει, είναι χονδροειδής και δεν αντικατοπτρίζει την ποικιλία των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί. Οι κατηγορίες αυτές, άλλωστε, δεν αντικατοπτρίζουν ούτε τον πραγματικό βαθμό κινδύνου, ενώ δημιουργούν διαστρεβλωμένα κίνητρα δανειοδότησης. 47 Το σύμφωνο «Βασιλεία II» φιλοδοξεί να ξεπεράσει τις αδυναμίες αυτές, αυξάνοντας τον αριθμό των κατηγοριών δανειοδότησης και βασιζόμενο στα εσωτερικά συστήματα βαθμολόγησης του κινδύνου των μεγαλύτερων τραπεζών. Το σύμφωνο «Βασιλεία Π» αποφεύγει, όμως, να αξιοποιήσει τα περίπλοκα μοντέλα των τραπεζών για την αξιολόγηση των επενδυτικών κινδύνων, ενώ θεσμοθετεί επίσης μια νέα κατηγορία λειτουργικού κινδύνου, η οποία καλύπτει τομείς όπως τα συστήματα λογισμικού και την απειλή νομικών προσφυγών. Τα μέτρα αυτά θα συμβαδίσουν με πιο εξελιγμένους ελεγκτικούς κανονισμούς. Οι κεφαλαιαγορές καλούνται και αυτές να παίξουν σημαντικό ελεγκτικό ρόλο, με τις τράπεζες να συνεργάζονται στενά, παρέχοντας κάθε απαραίτητη πληροφορία. Πολλοί υποστηρίζουν, όμως, ότι οι τράπεζες οφείλουν να κρατήσουν μέρος των κεφαλαίων που προκύπτουν από δάνεια συνδεδεμένα με την πορεία της αγοράς. Το σύμφωνο «Βασιλεία II» αποτελεί σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Αναγνωρίζει τη δυσαναλογία πληροφόρησης που διέπει τη σχέση μεταξύ ελεγκτών και ελεγχόμενων σε ασταθείς κεφαλαιαγορές. Το σύμφωνο θα μπορούσε να συντελέσει στην ορθολογικότερη διοχέτευση κεφαλαίων, διατηρώντας παράλληλα σε ικανοποιητικά επίπεδα την προσφορά κεφαλαίων στο διεθνές οικονομικό σύστημα. Η εφαρμογή του συμφώνου στην πράξη ενδέχεται, όμως, να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα. Χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν παραδοσιακά υποτιμήσει τους επενδυτικούς κινδύνους, βασιζόμενα στην πεποίθηση τους ότι η μεγάλη τους οικονομική επιφάνεια τα προφυλάσσει από την πτώχευση, θα πρέπει να αμφιβάλλουν για την αντοχή των μεθόδων εκτίμησης κινδύνων. Σε αντίθεση με το αρχικό, το νέο πλαίσιο παρέχει ένα φάσμα προσεγγίσεων από απλές μέχρι προχωρημένες μεθοδολογίες για τη μέτρηση τόσο του πιστωτικού όσο και του λειτουργικού κινδύνου για τον καθορισμό των επιπέδων κεφαλαίου. Παρέχει επιπλέον μια ευέλικτη δομή από την οποία τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία εποπτεύονται, θα υιοθετήσουν τις προσεγγίσεις που ταιριάζουν τέλεια στη στρατηγική τους και στο προφίλ του κινδύνου τους. Η νέα συμφωνία προβλέπει επίσης πιο δυνατή και επαρκή μέτρηση του κινδύνου. Η Βασιλεία II παρέχει προσεγγίσεις πιο αναλυτικές και πιο ευαίσθητες στον κίνδυνο από τη Βασιλεία Ι, ενώ διατηρεί ολόκληρο το επίπεδο του ρυθμιζόμενου κεφαλαίου. Η κεφαλαιακή επάρκεια σύμφωνα με τη νέα συμφωνία επιτρέπει στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να λειτουργούν με μεγαλύτερη αποδοτικότητα. Επίσης, η νέα συμφωνία είναι λιγότερο ρυθμιστική από την αρχική συμφωνία. Ωστόσο, το πλαίσιο είναι κάπως πιο περίπλοκο από το παλιό, αλλά προσφέρει μια γκάμα προσεγγίσεων για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που τα θέτει ικανά να χρησιμοποιήσουν πιο αναλυτικές μεθοδολογίες και με 48 μεγαλύτερη ευαισθησία στον κίνδυνο. Οι μεθοδολογίες αυτές απαιτούν αναπόφευκτα περισσότερη λεπτομέρεια στην εφαρμογή τους και συνεπώς ένα μεγαλύτερο βιβλίο κανόνων. Οι δύο Συμφωνίες της Επιτροπής της Βασιλείας : Η Αρχική Συμφωνία Η νέα Περισσότερη έμφαση στις εσωτερικές μεθοδολογίες των Εστίαση σε μία μέτρηση κινδύνου χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, στην εποπτική αξιολόγηση και την πειθαρχία της αγοράς Οι εποπτικοί κανόνες είναι ίδιοι για όλους Ευελιξία, ποικιλία προσεγγίσεων, κίνητρα για καλύτερη διαχείριση κινδύνου Δομή “Broad Brush” Μεγαλύτερη ευαισθησία σχετικά με τον κίνδυνο Ορισμένοι τομείς δεν επιλύονται από τη συμφωνία, και ειδικότερα τα ζητήματα επιχειρηματικού κινδύνου. Οι ελεγκτές θα αντιμετωπίσουν προβλήματα στην εφαρμογή των κανονισμών μεταξύ χωρών, ώστε να διατηρήσουν ενιαίο μέτρο σύγκρισης. Οικονομολόγοι εκτιμούν μάλιστα ότι ένα κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο θα επηρεάζεται από τους κινδύνους της αγοράς, θα μπορούσε να ευνοήσει την αστάθεια των αγορών. Παρόλα αυτά, το σύμφωνο «Βασιλεία II» αποτελεί σημαντική πρόοδο επί του προκατόχου του, εφόσον οι ελεγκτές καταφέρουν να κατανοήσουν τα περίπλοκα σημεία του συμφώνου και να παραμείνουν προσεκτικοί. Οι θέσεις του Σύμφωνου Βασιλείας II διατυπώνεται αναλυτικότερα παρακάτω. 4.3Η Συμφωνία της Βασιλείας II (Basel II ) 4.3.1 Παρουσίαση του Συμφώνου Το πρώτο Σύμφωνο της Βασιλείας το 1988, που οδήγησε σε συνεχείς διαβουλεύσεις μεταξύ των κεντρικών φορέων, είχε ως αποτέλεσμα νέες αναθεωρήσεις και επιβολή νέων κανόνων εποπτείας. Το 2001, η Επιτροπή εξέδωσε και νέο έγγραφο, στο οποίο παρουσιάζονται με λεπτομερέστερο τρόπο οι αναθεωρημένες προτάσεις, με προβλεπόμενο χρόνο εφαρμογής το 2004. Η Ευρωπαϊκή Ένωση με τη σειρά της εξέδωσε κείμενο προς σχολιασμό, το οποίο ουσιαστικά στήριζε το έγγραφο της 49 Βασιλείας αλλά εστίαζε περισσότερο σε θέματα που αφορούσαν αποκλειστικά τη Νομισματική Ένωση και αποτέλεσε βάση για την εναρμόνιση της Βασιλείας στα πλαίσια της Ευρωζώνης. Το νέο πλαίσιο επεκτείνεται όσο αφορά την κεφαλαιακή εποπτεία, σε θέματα εποπτικού ελέγχου, πειθαρχίας της αγοράς και στις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Η τελευταία αναθεώρηση περιέχει μερικές σημαντικές και πρωτοποριακές ιδέες, που πρέπει να υιοθετήσουν οι εθνικές εποπτικές αρχές. Η αναθεώρηση του εποπτικού πλαισίου το 2001 περιλαμβάνει και επιπλέον κεφαλαιακές απαιτήσεις για την κάλυψη ζημιών που ενδέχεται να προέλθουν από λειτουργικό κίνδυνο, όπως προβλήματα σε τεχνικά συστήματα υποστήριξης, ανθρώπινα λάθη, φυσικές καταστροφές ή παράνομες πράξεις. Ο λειτουργικός κίνδυνος υφίσταται σε όλο το εύρος των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων από ίδρυσης και είναι δύσκολος και δυσχερής στον εντοπισμό του. Σε αυτό το είδος κινδύνου ανήκουν κοινωνικά γεγονότα και καταστροφές όπως το τρομοκρατικό περιστατικό της 11ης Σεπτεμβρίου, το οποίο προκάλεσε μεγάλο ύψος οικονομικών ζημιών. Αν και η προσπάθεια που γίνεται για την ποσοτική του μέτρηση σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι σημαντική, είναι δύσκολο να είμαστε βέβαιοι για την πραγματική έκθεση της τράπεζας στο λειτουργικό κίνδυνο. Και επιπλέον, παρόλο που παρουσιάζονται προβληματισμοί και δυσκολίες στην τεχνική ανάλυση των στοιχείων, οι εποπτικές αρχές θεωρούν ως δεδομένη τη συμμόρφωση των πιστωτικών ιδρυμάτων στη συγκεκριμένη πρόταση. Οι προτάσεις για εποπτικό έλεγχο (Πυλώνας 1) αποβλέπουν στην ευθυγράμμιση των εποπτικών αρχών των κρατών της ομάδας των 10 με τις εποπτικές πρακτικές οι οποίες εφαρμόζονται από την Κεντρική Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Η.Π.Α. Έτσι, οι εποπτικές αρχές οφείλουν να παρακολουθούν την επάρκεια των συστημάτων διαχείρισης κινδύνου, την ποιότητα της εταιρικής διακυβέρνησης, την έκθεση κινδύνων, την κεφαλαιακή επάρκεια, τη ρευστότητα, τις λογιστικές αρχές και την ποιότητα κερδοφορίας μιας τράπεζας. Με αυτό τον τρόπο, θα έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν σε κάθε χρηματοοικονομικό ίδρυμα τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις , οι οποίες θα μπορούν να είναι και υψηλότερες από το ελάχιστο όριο των 8%, ανάλογα με την εκτιμώμενη έκθεση κινδύνου της τράπεζας. Ο πρώτος Πυλώνας (Πυλώνας 1) αφορά στις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις (minimum capital requirements). Ο ορισμός των ιδίων κεφαλαίων , οι ελάχιστες απαιτήσεις του 8% των ιδίων κεφαλαίων σε σχέση με το σταθμισμένο ενεργητικό και οι διατάξεις αναφορικά με την εποπτική μεταχείριση των κινδύνων αγοράς παραμένουν αμετάβλητες. Η κύρια διαφοροποίηση έγκειται στην μέτρηση του πιστωτικού κινδύνου περιλαμβανομένης και της εποπτικής αντιμετώπισης των μέσων και τεχνικών μείωσης του εν λόγω κινδύνου, καθώς και στην καθιέρωση επιπρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων 50 για τον λειτουργικό κίνδυνο. Για την μέτρηση του πιστωτικού κινδύνου παρέχονται δύο κύριες εναλλακτικές μέθοδοι: α) η τυποποιημένη μέθοδος (standardilised) ,όπου οι συντελεστές στάθμισης προσδιορίζονται με βάση τις διαβαθμίσεις οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και β) η μέθοδος των εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRB), όπου τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν με βάση εσωτερικές εκτιμήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας των πιστούχων να εκτιμήσουν τον πιστωτικό κίνδυνο. Για κάποιες κατηγορίες ανοιγμάτων παρέχονται δύο εναλλακτικές, η βασική προσέγγιση (Foundation) και η εξελιγμένη προσέγγιση (Advanced). Ο δεύτερος πυλώνας (Πυλώνας 2) του Συμφώνου της Βασιλείας στοχεύει στο να ενθαρρύνει την τήρηση υψηλών προδιαγραφών στη διαφάνεια και παρουσίαση των αναλαμβανόμενων κινδύνων. Όσες τράπεζες εκτιμάται στην αγορά ότι ανήκουν σε υψηλού κινδύνου ιδρύματα ή έχουν ανεπαρκές σύστημα διαχείρισης κινδύνων, θα τους επιβάλλονται κυρώσεις μέσω υψηλότερων περιθωρίων επιτοκίου στο διατραπεζικό δανεισμό και στο εκδιδόμενο χρέος. Η διαφάνεια των στοιχείων είναι υποχρεωτική, και επικεντρώνεται σε συγκεκριμένους τομείς. Αυτοί αφορούν κυρίως στοιχεία για την κεφαλαιακή επάρκεια και τη σύνθεση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, την αναλυτική παρουσίαση των εκθέσεων σε κίνδυνο ανά προϊόν και την διαφάνειες των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνων. Ο δεύτερος πυλώνας αφορά κυρίως στη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης (supervisory review process). Το μέρος αυτό του πλαισίου εισάγει γενικές αρχές τέτοιες ώστε να διασφαλίζεται η κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων πέραν των μηχανισμών του πρώτου πυλώνα. Τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να διαθέτουν σύστημα εκτίμησης κεφαλαιακής επάρκειας και να καθορίζουν τα κεφάλαια που απαιτούνται για την κάλυψη των κινδύνων που αναλαμβάνουν. Οι εποπτικές αρχές αξιολογούν τους κινδύνους καθώς και τις διαδικασίες παρακολούθησης και μέτρησης αυτών και δύνανται να απαιτούν πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει πλήρης συμμόρφωση με τις διατάξεις του πρώτου πυλώνα ή κάποιοι κίνδυνοι που δεν αντιμετωπίζονται από τον πρώτο πυλώνα , δεν έχουν καλυφθεί επαρκώς με κεφάλαια από τα πιστωτικά ιδρύματα. Οι γενικές αρχές που διέπουν το μέρος αυτό του πλαισίου είναι: α) τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να έχουν διαδικασία εκτίμησης της συνολικής κεφαλαιακής τους επάρκειας σε σχέση με τους κινδύνους που αναλαμβάνουν ανάλογα με την στρατηγική τους και β) οι εποπτικές αρχές πρέπει να αξιολογούν τις εσωτερικές εκτιμήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων αναφορικά με την κεφαλαιακή επάρκεια και την στρατηγική τους καθώς επίσης και την ικανότητα τους να παρακολουθούν και να συμμορφώνονται με τις διατάξεις που αφορούν τον 51 δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας καθώς και να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα εφόσον δεν είναι ικανοποιημένες με το αποτέλεσμα της σχετικής διαδικασίας. Στην αναθεωρημένη έκδοση του Συμφώνου Βασιλείας γίνεται η αναφορά των δύο πυλώνων γιατί η προσέγγιση της κεφαλαιακής επάρκειας μέσω των απλών σταθμίσεων κινδύνων δεν ήταν αρκετή για να ικανοποιήσει τους βασικούς στόχους της Επιτροπής, οι οποίοι είναι η προώθηση της ασφάλειας και της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος. Μία βασική αδυναμία του πρώτου Συμφώνου της Βασιλείας ήταν ότι οι σταθμίσεις πιστωτικού κινδύνου ήταν απλές, με συνέπεια να υπάρχει ευκαιρία για “arbitrage” επί των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων από μέρους τραπεζών. Οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις αποτελούν την βασική μεθοδολογία όπως καταγράφεται στο πρώτο Σύμφωνο, με επιπλέον ένα σύνολο προσθηκών και νέων επιλογών. Οι τράπεζες θα είναι σε θέση να εφαρμόσουν και να ακολουθήσουν τους νέους κανόνες δημιουργώντας ένα εσωτερικό σύστημα μετρήσεως του πιστωτικού κινδύνου, το οποίο θα αναγνωριστεί από τις εποπτικές αρχές. Ο ορισμός των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων δεν υφίσταται καμία αλλαγή, όπως επίσης και οι σταθμίσεις του πιστωτικού κινδύνου ορίζονται ανά κατηγορία οφειλέτου. Όσον αφορά στις σταθμίσεις έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και τραπεζών, πλέον βασίζονται στις διαβαθμίσεις εξωτερικών εταιρειών πιστοληπτικής αξιολόγησης. Επίσης, οι διαβαθμίσεις των εξωτερικών εταιριών πιστοληπτικής αξιολόγησης μπορούν να εφαρμοστούν με ανάλογο τρόπο και στη στάθμιση πιστωτικών κινδύνων που προέρχονται από τον τραπεζικό και επιχειρηματικό χώρο. Επιπλέον, εισάγονται νέοι κανόνες που στο προηγούμενο έγγραφο δεν υπήρχαν και αφορούν την κάλυψη σταθμίσεων επί των τιτλοποιήσεων στοιχείων ενεργητικού καθώς επίσης και βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις που υπόκεινται σε κεφαλαιακή απαίτηση. Ο ορισμός των βραχυπρόθεσμων διατραπεζικών τοποθετήσεων είναι πλέον 3 μήνες. Πέρα από τις αλλαγές στη βασική μεθοδολογία έγιναν και νέες ρυθμίσεις, που αφορούν κυρίως την πρόληψη και τη μέτρηση των πιστωτικών κινδύνων. Μέσα από το αναθεωρημένο Σύμφωνο δίνεται η δυνατότητα στα τραπεζικά ιδρύματα να αναπτύξουν εσωτερικά συστήματα αξιολόγησης του πιστωτικού κινδύνου σε διάφορα επίπεδα πολυπλοκότητας, ώστε να επιτευχθεί ακριβέστερη στάθμιση κινδύνου με την έγκριση των εποπτικών αρχών. Ο τρίτος πυλώνας (πυλώνας 3) αφορά στην πειθαρχία της Αγοράς (market discipline). Ο τρίτος πυλώνας εισάγει διατάξεις αναφορικά με την παρεχόμενη από τα πιστωτικά ιδρύματα προς το εξωτερικό πληροφόρηση για το ύψος των αναλαμβανομένων κινδύνων , τις κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι των κινδύνων αυτών και την ακολουθούμενη στρατηγική προκειμένου μέσω της διαφάνειας (disclosure) να ενισχυθεί η πειθαρχία της 52 αγοράς. Οι τεχνικές μεταβιβάσεως και οι πρακτικές μετρήσεως των πιστωτικών κινδύνων που προέρχονται από σύνθετα χρηματοοικονομικά εργαλεία, όπως είναι τα credit derivatives, swap options, καθώς επίσης και από τιτλοποιήσεις ενεργητικού, απεικονίζονται πληρέστερα με μεγαλύτερη προσοχή. Παράλληλα αυξάνεται το φάσμα των εξασφαλίσεων έναντι κινδύνων και οι εγγυήσεις έναντι απαιτήσεων. Οι εποπτικές αρχές μπορεί πλέον να μην επιβάλλουν ειδική κεφαλαιακή απαίτηση για τον επιτοκιακό κίνδυνο του επενδυτικού χαρτοφυλακίου για τις τράπεζες που παρουσιάζουν σημαντικό κίνδυνο λόγω ανοιγμάτων ρευστότητας μεταξύ παθητικού/ενεργητικού, αλλά παρακολουθούν με προσοχή την οικονομική κατάσταση της κάθε τράπεζας. Το σημαντικότερο γεγονός σχετικά με το νέο πλαίσιο υπολογισμού κεφαλαιακών απαιτήσεων που προτείνει η Επιτροπή έχει να κάνει με ειδική κεφαλαιακή απαίτηση έναντι του λειτουργικού κινδύνου, το οποίο θέτει τους νέους κανόνες σε συνεργασία με τους εθνικούς φορείς και τις κεντρικές τράπεζες. Μέσα από το νέο πλαίσιο προβλέπονται ξεχωριστές κεφαλαιακές απαιτήσεις βάσει αντίστοιχων μεθοδολογιών μέτρησης. Η δυσκολία που παρουσιάζεται σχετικά με τον λειτουργικό κίνδυνο είναι ότι δεν είναι εύκολα μετρήσιμος και αναφέρεται σε όλα τα είδη κινδύνων που δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν είτε ως κίνδυνοι αγοράς, είτε ως πιστωτικοί κίνδυνοι. Σύμφωνα με το προηγούμενο πλαισίου του 1988, τα ποσοστά στάθμισης των κεφαλαιακών απαιτήσεων είχαν καθοριστεί και σχετίζονταν περισσότερο με τον πιστωτικό κίνδυνο και ήταν ακόμα υψηλότερα για να καλύπτουν άλλες μορφές κινδύνου εκτός από τον πιστωτικό. Καθώς όμως στο νέο εποπτικό πλαίσιο προτείνονται συγκεκριμένες μεθοδολογίες αποκλειστικά για τον πιστωτικό κίνδυνο, μένουν ακάλυπτοι κίνδυνοι άλλων μορφών. Έτσι, η Επιτροπή αναφέρει επιπρόσθετους κανόνες για τον λειτουργικό κίνδυνο, που κυρίως αναφέρονται στην αυξημένη πολυπλοκότητα και στο μεγάλο εύρος των τραπεζικών εργασιών καθώς επίσης και στη χρήση των υπολογιστικών συστημάτων. Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Βασιλείας II ο λειτουργικός κίνδυνος προκύπτει από κάποια ανεπαρκή ή αποτυχημένη εσωτερική διαδικασία, από ανθρώπινο λάθος ή δόλο, από δυσλειτουργία συστήματος ή από άλλους λειτουργικούς εξωγενείς παράγοντες. 4.3.2 Υπολογισμός και μέτρηση του λειτουργικού κινδύνου Ο υπολογισμός και η μέτρηση του λειτουργικού κινδύνου όπως έχει αναφερθεί είναι μια δύσκολη εργασία, η οποία ακόμα βρίσκεται σε αρχικό στάδιο ανάπτυξης και για αυτό η Επιτροπή ενθαρρύνει τις αρχές και τις κεντρικές τράπεζες να προτείνουν λύσεις. Το νέο πλαίσιο περί κεφαλαιακής επάρκειας, έτσι όπως ορίζεται στον πρώτο πυλώνα του σχεδίου της Συνθήκης 53 της Βασιλείας II, εισάγει τρεις προσεγγιστικές μεθόδους υπολογισμού αυτών των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Οι προσεγγίσεις αυτές αφορούν (α) τη Μέθοδο του Βασικού Δείκτη (Basic Indicator Approach), (β) την Τυποποιημένη Μέθοδο (Standardized Approach) ή την Εναλλακτική Τυποποιημένη Μέθοδο (ASA) και (γ) τη Μέθοδο των Εσωτερικών Υποδειγμάτων (Advanced Measurement Approach) Η πρώτη μέθοδος αφορά τη μέτρηση του Βασικού Δείκτη(Basic Indicator Approach) Οι Τράπεζες που εφαρμόζουν αυτή την μέθοδο θα πρέπει να υπολογίζουν εποπτικά κεφάλαια ως ποσοστό του gross income με βάση τον παρακάτω τύπο: ΚΒΙΑ=GI * α - όπου ΚΒΙΑ είναι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις στην(.Basic Indicator Approach) για τον λειτουργικό κίνδυνο -α = 15% ( η Επιτροπή μελετά την τελική τιμή αυτού του συντελεστή -GI ο μέσος όρος του gross income των τριών τελευταίων χρόνων. Για τον ορισμό του gross income έχει δοθεί ο παρακάτω τύπος : GI=net interest income+ net result of fees and commissions +net result of financial operations +other income excluding extraordinary or irregular items and profits/losses from sales of securities in banking book Δεν υπάρχουν κριτήρια για την εφαρμογή της μεθόδου, ωστόσο όλες οι Τράπεζες αναμένεται να εφαρμόσουν τις προδιαγραφές για “Sound Practices for the Management and Supervision of Operational Risk” που εξέδωσε η επιτροπή τον Φεβρουάριο του 2003. Ο οικονομικός δείκτης είναι αντιπροσωπευτικός της δραστηριότητας του τραπεζικού ιδρύματος και συνεπώς και της αντίστοιχης έκθεσης στο λειτουργικό κίνδυνο. Η δεύτερη μέθοδος ονομάζεται τυποποιημένη (Standardized Approach) και σε αυτήν προτείνεται εξειδίκευση των συντελεστών κατά τραπεζική δραστηριότητα και χρήση διαφορετικών οικονομικών δεικτών κατά περίπτωση. Οι Τράπεζες σύμφωνα με αυτή την εναλλακτική λύση, χωρίζουν τις δραστηριότητες τους σε οκτώ βασικές κατηγορίες (business lines) Τα εποπτικά κεφάλαια για τον λειτουργικό κίνδυνο υπολογίζονται ως ποσοστό του gross income για κάθε business line με βάση τον παρακάτω τύπο: KTSA = Σ(GI 1-8*b1 -8) -όπου KTSA οι κεφαλαιακές απαιτήσεις στην(Standardized Approach) -b 1-8 =ποσοστό για κάθε business line -GI 1-8 = ο μέσος όρος του gross income των τριών τελευταίων χρόνων για κάθε business line 54 Προβλέπονται τα παρακάτω business lines και συντελεστές b 1-8 :-Corporate Finance(18%) -Trading &Sales(18%) -Retail Banking (12%) -Commercial Banking (15%) -Payment and Settlement (18%) -Agency Services (15%) -Asset Management (12%) -Retail Brokerage (12%) Η τρίτη μέθοδος είναι η εσωτερική μέτρηση (Advanced Measurement Approach). Οι Τράπεζες σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή , υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις με βάση την δική τους μεθοδολογία αποτίμησης λειτουργικών κινδύνων. Για να εφαρμοσθεί η μεθοδολογία θα πρέπει να εκπληρώνονται μια σειρά από ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια. Οι Τράπεζες που θα ακολουθήσουν αυτή την εναλλακτική λύση θα πρέπει να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές τους απαιτήσεις λαμβάνοντας υπ' όψιν τον τρόπο κατανομής των τραπεζικών δραστηριοτήτων σύμφωνα με την προηγούμενη μέθοδο, υπολογίζει από ιστορικά δεδομένα και για συγκεκριμένες παραμέτρους την πιθανότητα να συμβούν ανάλογες περιπτώσεις σε κάποιο βάθος χρόνου και τη μέση απώλεια ανά περίπτωση. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις των τραπεζών που εφαρμόζουν αυτή τη λύση δεν μπορούν να είναι μικρότερες από το 75% των κεφαλαιακών απαιτήσεων που θα υπολογίζονταν σύμφωνα με την Standardized μέθοδο. Όσο αφορά τις τράπεζες, αυτές επιλέγουν μέθοδο αξιολόγησης του λειτουργικού κινδύνου ανάλογα με τις εσωτερικές τους διαδικασίες και τα τεχνολογικά μέσα που διαθέτουν. Όμως, ενθαρρύνονται να κινηθούν προς την υιοθέτηση των πιο περισσότερο εξελιγμένων μεθόδων όσο περισσότερο αναβαθμίζουν τις εσωτερικές τους διαδικασίες και τα συστήματα αποτίμησης λειτουργικού κινδύνου. Η μέθοδος που θα επιλέγεται θα πρέπει να αντιστοιχεί στη συνθετότητα των δραστηριοτήτων τους. Και τέλος επιτρέπεται η χρησιμοποίηση διαφορετικών μεθόδων για διαφορετικές μονάδες δραστηριότητας. Η Επιτροπή προτείνει την πρώτη μέθοδο μόνο για τις τράπεζες με μικρό εύρος δραστηριοτήτων και περιορισμένη τοπική παρουσία, ενώ ενθαρρύνει τις υπόλοιπες να προχωρήσουν στην τρίτη εναλλακτική μέθοδο. Αυτό γίνεται έμμεσα, αφού στην τρίτη μέθοδο οι κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι σημαντικά μικρότερες από αυτές της πρώτης. Επειδή όμως στην εφαρμογή της τρίτης μεθόδου απαιτείται σημαντικό χρονικό διάστημα, προτείνεται η δεύτερη μέθοδος. Η Επιτροπή τον Ιανουάριο του 2001 εισηγήθηκε οι κεφαλαιακές απαιτήσεις να αποτελούν περίπου το 20% των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων .Ωστόσο μετά από αντιρρήσεις ορισμένων τραπεζικών ιδρυμάτων αναθεώρησε την εισήγηση της και μείωσε 55 κατά ένα σημαντικό ποσοστό τις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνουμε ότι η Επιτροπή θεωρεί ότι οι παραπάνω μεθοδολογίες βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο και δεν αποκλείεται οι τελικές προδιαγραφές να διαφέρουν σημαντικά από τις αρχικές προτάσεις. Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας ενός πιστωτικού ιδρύματος , βάσει και της BASEL II, συμπεριλαμβάνει πλέον και ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι του λειτουργικού κινδύνου (operational risk) που αναλαμβάνει ένα πιστωτικό ίδρυμα. Εποπτικά ίδια κεφάλαια / credit risk+market risk+operational risk= δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι του λειτουργικού κινδύνου θα είναι περίπου το 12% των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων. ο Σε άρθρο τους οι Γ. Ακκιζίδης και Λ. Καλύβας19επισημαίνουν ότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις που προκύπτουν από τις δύο πρώτες προσεγγίσεις βασίζονται σε συγκεκριμένους συντελεστές, οι οποίοι προσδιορίστηκαν από τα αποτελέσματα των διερευνητικών ποσοτικών μελετών που διενήργησε η Επιτροπή της Βασιλείας. Οι δύο πρώτες μέθοδοι αποτελούν γενικευμένες απεικονίσεις της τραπεζικής πραγματικότητας και σε καμία περίπτωση δεν απεικονίζουν τους πραγματικούς λειτουργικούς κινδύνους του κάθε μεμονωμένου πιστωτικού ιδρύματος. Ο λόγος που χρησιμοποιούνται από τα ευρωπαϊκά τραπεζικά ιδρύματα ή θα χρησιμοποιηθούν στο μέλλον από τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα είναι η έλλειψη επαρκών ιστορικών ή τρεχουσών στοιχείων για τις ζημιές που έχει υποστεί η εκάστοτε τράπεζα εξαιτίας του λειτουργικού κινδύνου. Σύμφωνα με την πρώτη μέθοδο, τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να διακρατούν το 15% του μέσου όρου του κύκλου εργασιών των τελευταίων τριών ετών ως εποπτικά κεφάλαια έναντι του λειτουργικού κινδύνου. Αντίστοιχα, η τυποποιημένη μέθοδος προϋποθέτει τον κατ' αρχήν διαχωρισμό των εργασιών των πιστωτικών ιδρυμάτων σε οκτώ (8) επιχειρησιακές γραμμές. Ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι του λειτουργικού κινδύνου γίνεται με τη στάθμιση του κύκλου εργασιών των ανωτέρω επιχειρησιακών γραμμών με ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ 12% και 18% 19 Ακκιζίδης Γ. ,Αναλυτής Διαχείρισης Λειτουργικών Κινδύνων και συγγραφέας του βιβλίου “Guide to Optimal Operational Risk & Basel II" και Καλύβας Λ., Στέλεχος της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος

56 Η μέθοδος των εσωτερικών υποδειγμάτων είναι περισσότερο επικεντρωμένη στις ανάγκες και τον χαρακτήρα του πιστωτικού ιδρύματος καθώς βασίζεται, εν πολλοίς, στη χρήση εσωτερικών και εξωτερικών βάσεων δεδομένων ιστορικών ζημιών Οι διαχειριστικές μονάδες που ορίζονται στο νέο πλαίσιο κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κατάταξη των περιστατικών λειτουργικού κινδύνου είναι οι:. Corporate Finance , Trading and Sales, Retail Banking, Commercial Banking, Payment and Settlement, Agency Services & Custody, Asset Management, Retail; brokerage. Εννοείται ότι κάθε μία από αυτές τις διαχειριστικές μονάδες αναλύεται σε περισσότερα επίπεδα και ομάδες δραστηριοτήτων. Συγκεντρωτικά λοιπόν, το Σύμφωνο Βασιλείας II διαρθρώνεται στους 3 πυλώνες όπως αυτό φαίνεται στον πίνακα 1. , ακόμα στον πίνακα 2. παρουσιάζονται εν συντομία όσα προαναφέρθηκαν σχετικά με τις συνέπειες του νέου Συμφώνου. Πυλώνας 1 Πυλώνας 2 " Πυλώνας 3 “Ποσοτικός” “Ποιοτικός” “Δυνάμεις της Αγοράς” Ελάχιστες Κεφαλαιακές Διαδικασία της εποπτικής Πειθαρχία της αγοράς Απαιτήσεις αξιολόγησης

• Υπολογισμός των κεφαλαιακών Διαδικασία της αξιολόγησης Απαιτήσεις γνωστοποίησης απαιτήσεων της κεφαλαιακής επάρκειας Πιστωτικός κίνδυνος Δομή Κεφαλαίου Τα χρηματοπιστωτικά Λειτουργικός κίνδυνος ιδρύματα αναμένονται να λειτουργούν πάνω από τα Εκθέσεις κινδύνου Κίνδυνος αγοράς ελάχιστα ποσοστά κεφαλαίου Πρώιμη ανάμειξη των Κεφαλαιακή Επάρκεια εποπτικών αρχών

Πίνακας 1.Πηγή: Ανώνυμη Χρηματιστηριακή Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών ,Η Νέα Συμφωνία της Επιτροπής της Βασιλείας (Βασιλεία Π) Report no 02/07, Αθήνα 15 Ιανουαρίου. 2007. 57

Κόστη Οφέλη

Μείωση των αναγκών Τίθενται κόστη συστημάτων και διαδικασιών Κεφαλαίου

Καλύτερη διαχείριση κινδύνου Συνεχιζόμενα κόστη σχετικά με τα εργαλεία συλλογής δεδομένων Βελτιωμένη σχέση εποπτικών Κόστη σχετικά με τη βελτίωση των πληροφοριακών αρχών συστημάτων και την εξειδίκευση του προσωπικού Βελτιωμένη πιστωτική Πολυπλοκότητα των συστημάτων και των απαιτούμενων υπηρεσία διαδικασιών Καλύτερη γνωστοποίηση Έλλειψη κατάρτισης Πίνακας 2. Πηγή: Ανώνυμη Χρηματιστηριακή Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών ,Η Νέα Συμφωνία της Επιτροπής της Βασιλείας (Βασιλεία Π) Report no 02/07, Αθήνα 15 Ιανουαρίου. 2007.

58 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Η αντίδραση των εποπτικών αρχών στις πρόσφατες εξελίξεις. 5.1 Η Συνθήκη Βασιλείας ΙΙΙ Η Συνθήκη Βασιλείας III είναι ένα σύνολο προτεινόμενων αλλαγών επί των διεθνών κανόνων που αφορούν την κεφαλαιακή επάρκεια και τη ρευστότητα των τραπεζών καθώς και κάποια άλλα θέματα που σχετίζονται με την τραπεζική εποπτεία. Πρόκειται για τη δεύτερη σημαντική αναθεώρηση των κανόνων τραπεζικής εποπτείας όπως περιγράφονται στην Συνθήκη Βασιλείας Ι. Η μεταρρυθμιστική αυτή προσπάθεια αποτελεί τον «ακρογωνιαίο λίθο» των μέτρων που υιοθέτησε η διεθνής κοινότητα για να αντιμετωπίσει την πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση 2007-2008 και η επικύρωση της από το εποπτικό σώμα της Βασιλείας άνοιξε το δρόμο για την τελική της έγκριση από τη σύνοδο κορυφής του G-20 στη Σεούλ το Νοέμβριο του 2010.

Η εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης Βασιλείας ΙΙΙ αναμένεται να έχει μεγάλες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Η θετική πλευρά τους είναι ότι αυτοί οι νέοι αυστηρότεροι κανόνες για την κεφαλαιακή επάρκεια και την ρευστότητα των τραπεζών θα καταστήσουν ασφαλέστερες τις οικονομίες των διαφόρων χωρών και συνολικά το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Δυστυχώς όμως αυτή η αυξημένη ασφάλεια έχει κόστος διότι οι τράπεζες θα αναγκαστούν να δεσμεύσουν επιπλέον κεφάλαια και να διατηρούν υψηλότερα επίπεδα ρευστότητας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο ο τραπεζικός δανεισμός όσο και οι άλλες τραπεζικές υπηρεσίες θα γίνουν ακριβότερες και πιο δυσπρόσιτες. Το θέμα δεν είναι αν θα αυξηθεί το κόστος των τραπεζικών υπηρεσιών, αλλά κατά πόσο θα αυξηθεί. (Elliot, 2010) Η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία εξέδωσε τον Δεκέμβριο του 2009 ένα συμβουλευτικό έγγραφο με τον τίτλο Strengthening the Resilience of the Banking Sector, το οποίο έδωσε σε δημόσιο σχολιασμό έως τις 16 Απριλίου του 2010. Σε αυτό περιγράφονται οι προτάσεις της Επιτροπής Βασιλείας για την αναθεώρηση των διεθνών κανόνων ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας που επιδιώκουν τη δημιουργία ενός πιο εύκαμπτου τραπεζικού τομέα σε παγκόσμιο επίπεδο. Στόχος είναι να βελτιωθεί η ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να απορροφά οικονομικές κρίσεις ανεξαρτήτως προελεύσεως τους και να αποτρέπει την εξάπλωση τους από τον χρηματοπιστωτικό τομέα στην πραγματική οικονομία. Παράλληλα οι προσπάθειες της Επιτροπής στρέφονται και προς τη βελτίωση των διαδικασιών διαχείρισης του κινδύνου, εταιρικής διακυβέρνησης, διαφάνειας και δημοσιοποίησης των πληροφοριών. 59 Για να μπορέσει η Επιτροπή Βασιλείας να διευθετήσει τις αδυναμίες του συστήματος που αποκαλύφθηκαν από την πρόσφατη κρίση εισήγαγε μια σειρά από αλλαγές στο διεθνές ρυθμιστικό πλαίσιο. Οι αλλαγές αυτές κινούνται σε μικρό- προληπτικό επίπεδο (micro prudential) δηλαδή αποβλέπουν στην ενδυνάμωση της ελαστικότητας των τραπεζικών ιδρυμάτων ξεχωριστά σε περιόδους έντασης. Παράλληλα όμως κινούνται και σε μακρό- προληπτικό (macro prudential) επίπεδο και εστιάζουν στην αντιμετώπιση συστημικών κινδύνων αλλά και της ενίσχυσης της προ-κυκλικότητας που αυτοί οι κίνδυνοι εμφανίζουν με την πάροδο του χρόνου. Είναι φανερό πως αυτές οι δύο προσεγγίσεις δηλαδή η μικρό- και η μακρό- προληπτική αλληλοσυνδέονται, καθώς υψηλότερη ελαστικότητα σε επίπεδο τραπεζικού ιδρύματος μειώνει τον κίνδυνο εκδήλωσης συστημικής κρίσης. Τα βασικά σημεία των προτάσεων της Επιτροπής Βασιλείας συνοψίζονται στα παρακάτω: 1) Η ποιότητα, η συνέπεια και η διαφάνεια της κεφαλαιακής βάσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων πρέπει να αυξηθεί. Έτσι θα διασφαλιστεί καλύτερα η ικανότητα μεγάλων τραπεζών που λειτουργούν σε διεθνές επίπεδο να απορροφούν κραδασμούς. 2) Το πλαίσιο κεφαλαιακής επάρκειας που αφορά στην κάλυψη του κινδύνου θα ενισχυθεί. Η Επιτροπή προτείνει την ενίσχυση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για έκθεση σε πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου που προέρχεται από παράγωγα, repos, και από δραστηριότητες που χρηματοδοτούνται από αξιόγραφα. Αυτές οι βελτιώσεις στοχεύουν να μειώσουν τον κίνδυνο μετάδοσης των προβλημάτων μεταξύ των τραπεζών μέσω των παραγώγων ή άλλων χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων. Οι αυξημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις για κίνδυνο αντισυμβαλλομένου αναμένεται να δώσουν κίνητρα για μετάβαση της έκθεσης από μη οργανωμένες αγορές παραγώγων (over the counter) σε οργανωμένες (exchanges). 3) Η Επιτροπή προτείνει την καθιέρωση ενός Δείκτη Μόχλευσης (leverage ratio) των τραπεζικών ιδρυμάτων, σαν συμπληρωματικό μέτρο στο υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο του Πυλώνα 1 της Συνθήκης Βασιλείας ΙΙ. Αυτό το μέτρο θα αποτρέψει τη δημιουργία υπερβολικής μόχλευσης στο τραπεζικό σύστημα και θα βελτιώσει το μοντέλο υπολογισμού του κινδύνου. Για να επιδέχεται σύγκρισης, θα υπάρξει εναρμόνιση των λεπτομερειών του δείκτη σε διεθνές επίπεδο και βαθμονόμηση του ώστε να αποτελέσει αξιόπιστο συμπληρωματικό μέτρο καθορισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι του κινδύνου. 4) Η Επιτροπή προτείνει την υιοθέτηση μιας σειράς μέτρων για τη δημιουργία ειδικών σταθεροποιητικών κεφαλαιακών αποθεμάτων (capital buffers) σε καλές περιόδους τα οποία θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περιόδους κρίσης. Η αντί-κυκλικότητα αυτών των 60 κεφαλαίων αναμένεται να συνεισφέρει στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και να μετριάσει αντί να ενισχύσει τις επιπτώσεις των κρίσεων. Παράλληλα η Επιτροπή προωθεί ένα μοντέλο προβλέψεων που βασίζεται στις αναμενόμενες απώλειες και όχι στις πραγματοποιηθείσες ζημίες το οποίο είναι λιγότερο προ-κυκλικό και αναμένεται να απεικονίζει τις πραγματικές ζημίες με μεγαλύτερη διαφάνεια από το προηγούμενο. 5) Τέλος η Επιτροπή καθιερώνει ένα ελάχιστο απαιτούμενο επίπεδο ρευστότητας για τράπεζες που δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο. Σε αυτό περιλαμβάνεται μια απαίτηση για κάλυψη ρευστότητας με χρονικό ορίζοντα 30 ημερών υποστηριζόμενη από έναν άλλο δείκτη ρευστότητας με πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Επίσης περιλαμβάνεται μια δέσμη μέτρων που υποβοηθά τις εποπτικές αρχές να παρακολουθεί τις τάσεις της ρευστότητας τόσο σε επίπεδο μεμονωμένης τράπεζας όσο και σε επίπεδο συστήματος. Στη συνέχεια θα γίνει μια πιο αναλυτική παρουσίαση των παραπάνω σημείων για να διευκρινιστούν οι αιτίες, οι στόχοι και οι επιδιώξεις όλων αυτών των αλλαγών και των αναθεωρήσεων που προωθεί η Επιτροπή Βασιλείας. 5.1.1 Αύξηση της ποιότητας, συνέπειας και διαφάνειας της κεφαλαιακής βάσης Είναι πολύ σημαντικό η έκθεση των τραπεζών σε κίνδυνο να καλύπτεται από υψηλής ποιότητας ίδια κεφάλαια. Όπως έχει ήδη προαναφερθεί σύμφωνα με τα ισχύοντα οι τράπεζες επιτρεπόταν να διατηρούν μόλις 2% των κοινών μετοχών τους για κάλυψη στοιχείων του ενεργητικού εκτεθειμένων σε κίνδυνο. Μάλιστα ορισμένες τροποποιήσεις όπως η απομείωση της «φήμης και πελατείας» δεν καλύπτονταν από τις παρούσες ελάχιστες απαιτήσεις. Κατά συνέπεια κάποιες τράπεζες είχαν τη δυνατότητα υπό το παρόν ρυθμιστικό πλαίσιο, να εμφανίζουν ισχυρό δείκτη κεφαλαίων Tier 1 ενώ είχαν περιορισμένα ίδια κεφάλαια. Όμως η κρίση απέδειξε ότι οι ζημίες και οι διαγραφές τους αφαιρούνται από παρακρατηθέντα κέρδη τα οποία συναπαρτίζουν τα ίδια κεφάλαια των τραπεζών. Επίσης αποκάλυψε την ασυνέπεια στον ορισμό του κεφαλαίου μεταξύ των διαφόρων εθνικών νομοθεσιών και την έλλειψη δημοσιοποίησης στοιχείων που θα βοηθούσαν στην εκτίμηση και σύγκριση της ποιότητας των κεφαλαίων μεταξύ των διαφόρων πιστωτικών ιδρυμάτων. Για τους παραπάνω λόγους λοιπόν, θα πρέπει το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων Tier 1 να αποτελείται από κοινές μετοχές και παρακρατηθέντα κέρδη. Διάφορες προσαρμογές που γίνονται για εποπτικούς λόγους στις κοινές μετοχές (ή στα ισοδύναμα τους στην περίπτωση εταιριών που δεν εκδίδουν κοινές μετοχές) αναμένεται να εναρμονιστούν πλήρως σε διεθνές επίπεδο πριν τεθούν σε εφαρμογή. Το υπόλοιπο των κεφαλαίων Tier 1 θα πρέπει να αποτελείται από δευτερεύοντα κεφάλαια που προβλέπουν διανομή με δικαίωμα επιλογής μη συσσωρευμένων μερισμάτων ή κουπονιών και δεν έχουν ούτε ημερομηνία ωρίμανσης 61 ούτε κάποιο κίνητρο εξαγοράς. Διάφορα καινοτόμα προϊόντα που με το σημερινό πλαίσιο μπορούσαν να αποτελούν έως και 15 % των κεφαλαίων Tier 1 δεν θα συμπεριλαμβάνονται σε αυτά με τις νέες ρυθμίσεις. Οι ελάχιστες απαιτήσεις για το συνολικό ύψος των ρυθμιστικών κεφαλαίων καθώς και η δεσπόζουσα μορφή των κεφαλαίων Tier 1 θα καθοριστούν από την Επιτροπή. Τα κεφάλαια Tier 2 θα εναρμονιστούν ενώ τα λεγόμενα κεφάλαια Tier 3 που αποσκοπούσαν μόνο στην κάλυψη του κινδύνου αγοράς θα καταργηθούν. Η Επιτροπή προτείνει την εισαγωγή αυτών των αλλαγών κατά τρόπο σταδιακό που να μην διαταράσσει τη λειτουργία των υφιστάμενων κεφαλαιακών προϊόντων. Ακόμη η Επιτροπή ενδέχεται να συμπεριλάβει και το κριτήριο της μετατρεψιμότητας των κεφαλαίων για τον χαρακτηρισμό τους ως Tier 1 ή Tier 2 ώστε να εξασφαλίσει μεγαλύτερη απορροφητικότητα των απωλειών. Έτσι η τελική προτεινόμενη δομή των ενισχυμένων ρυθμιστικών κεφαλαίων ως ποσοστό επί τοις εκατό του σταθμισμένου ενεργητικού που προβλέπει η συνθήκη της Βασιλείας ΙΙΙ είναι οι εξής: (σε παρένθεση οι αντίστοιχες απαιτήσεις της Βασιλείας ΙΙ) (Caruana, 2010) ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ Κοινές μετοχές Ελάχιστα 4,5% (2%) Σταθεροποιητικά κεφάλαια (conservation buffer) 2,5% (0%) Συνολικά απαιτούμενα 7% (0%) Κεφάλαια Tier 1 Ελάχιστα 6% (4%) Συνολικά απαιτούμενα 8,5% Συνολικά Κεφάλαια Ελάχιστα 8% (8%) Απαιτούμενα 10,5% ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΜΑΚΡΟΠΡΟΛΗΠΤΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ Αντικυκλικά Σταθεροποιητικά Κεφάλαια Εύρος 0-2,5% (0%) Επιπλέον κεφαλαιακή υποχρέωση για συστημικά σημαντικά Χρηματοπιστωτικά ιδρύματα: υπό διαμόρφωση Τα ποσοστά των παραπάνω κατηγοριών κεφαλαίων θα πρέπει πάντα να ξεπερνούν κάποια ελάχιστα όρια που προκύπτουν από τα σταθμισμένα για τον κίνδυνο στοιχεία του ενεργητικού. 62 5.1.2 Ενίσχυση της Κάλυψης του Κινδύνου Ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα της πρόσφατης κρίσης ήταν η ανάγκη για ενίσχυση της κάλυψης του κινδύνου που προέρχονταν από στοιχεία εντός και εκτός ισολογισμού των τραπεζών αλλά και από έκθεση σε παράγωγα που υπήρχαν στα χαρτοφυλάκια τους. Η απάντηση στις αδυναμίες αυτές περιλαμβάνει τη χρήση ενός πιο αυστηρού value at risk μοντέλου που βασίζεται σε στοιχεία 12μήνου για την μέτρηση της έκθεσης σε κίνδυνο από τιτλοποιήσεις και τον υπολογισμό των αντίστοιχων κεφαλαιακών απαιτήσεων για τράπεζες που δραστηριοποιούνται διεθνώς. Οι αλλαγές προβλέπουν επίσης αύξηση των standards του Πυλώνα 2 της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης και ενίσχυση της διαφάνειας του Πυλώνα 3. Έτσι οι τράπεζες είναι πλέον υποχρεωμένες να ορίσουν τις κεφαλαιακές τους απαιτήσεις έναντι του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου χρησιμοποιώντας πιο αυστηρά δεδομένα. Αυτό θα αποτρέψει τη μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων κατά τη διάρκεια περιόδων αστάθειας στην αγορά και θα καταπολεμήσει την τάση για προ- κυκλικότητα. Η παραπάνω προσέγγιση προσομοιάζει με την αντίστοιχη της διαχείρισης του κινδύνου αγοράς. Οι τράπεζες θα υποχρεούνται σε επιπρόσθετες κεφαλαιακές χρεώσεις σε περίπτωση επιδείνωσης της πιστοληπτικής ικανότητας ενός αντισυμβαλλομένου. Οι ισχύουσες ρυθμίσεις της Βασιλείας ΙΙ προβλέπουν κάτι τέτοιο μόνο για την περίπτωση αθέτησης πληρωμής από τον αντισυμβαλλόμενο. Η διαχείριση των εγγυήσεων και του αρχικού χρονικού περιθωρίου αλλάζει για τράπεζες οι οποίες είναι πολύ εκτεθειμένες σε παράγωγα δύσκολα ρευστοποιήσιμα έναντι αντισυμβαλλομένων. Στο εξής θα πρέπει να χρησιμοποιούν πιο μακροχρόνια περιθώρια για τον υπολογισμό των ρυθμιστικών κεφαλαίων τους. Για να διευθετήσει το συστημικό κίνδυνο που προκύπτει από την διασύνδεση των τραπεζών με άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μέσω της αγοράς παραγώγων, η Επιτροπή Βασιλείας θέτει νέα κριτήρια σε συνεργασία με την Επιτροπή Συστημάτων Διακανονισμού και Πληρωμών. Όσες από τις εγγυήσεις των τραπεζών πληρούν τα κριτήρια αυτά θα βαθμολογούνται με μηδενικό συντελεστή στάθμισης του κινδύνου. Ακόμη αυξάνει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για έκθεση σε διμερή over the counter παράγωγα προσφέροντας έτσι κίνητρο για μεταφορά αυτών των συναλλαγών σε οργανωμένες αγορές και ανταλλακτήρια. Ακόμη, για να καταπολεμήσει το συστημικό κίνδυνο εντός του χρηματοπιστωτικού τομέα, αυξάνει τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου για έκθεση έναντι άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών σε σύγκριση με την έκθεση έναντι μη χρηματοπιστωτικών οργανισμών, μιας και αποδείχθηκε ότι οι πρώτοι εμφανίζουν πολύ υψηλό βαθμό συσχέτισης μεταξύ τους. 63 Τέλος η Επιτροπή Βασιλείας εξέτασε μια σειρά μέτρων που αποβλέπουν στην άμβλυνση της εξάρτησης από τις αξιολογήσεις των Εξωτερικών Οίκων Πιστοληπτικής Αξιολόγησης, προτρέποντας τις τράπεζες να προβαίνουν οι ίδιες σε δικές τους αξιολογήσεις για την έκθεση τους σε κινδύνους. 5.1.3 Εισαγωγή του Δείκτη Μόχλευσης Η δημιουργία υπερβολικής μόχλευσης στο τραπεζικό σύστημα ήταν μια από τις γενεσιουργές αιτίες της πρόσφατης κρίσης. Το ίδιο φαινόμενο είχε παρατηρηθεί και κατά τη διάρκεια παλαιότερων κρίσεων Στην πιο έντονη φάση της κρίσης, οι τράπεζες αναγκάστηκαν από την αγορά να μειώσουν τη μόχλευση τους κατά τρόπο που δημιουργούσε πτωτικές πιέσεις στις αξίες στοιχείων του ενεργητικού τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη τροφοδότηση ενός φαύλου κύκλου ζημιών, μειώσεων των κεφαλαίων τους και μείωσης της ικανότητας για νέες χορηγήσεις. Η εισαγωγή και χρήση του δείκτη μόχλευσης αποβλέπει σε δυο στόχους και συγκεκριμένα να δημιουργήσει ένα κάτω όριο δανεισμού εντός του τραπεζικού τομέα και να εισάγει επιπλέον χαρακτηριστικά ασφαλείας στα χρησιμοποιούμενα μοντέλα μέτρησης του κινδύνου και των λαθών. Ο δείκτης μόχλευσης θα χρησιμοποιείται κατά τρόπο που να είναι συγκρίσιμος στις διάφορες εθνικές νομοθεσίες με προσαρμογές των λογιστικών προτύπων για εξομάλυνση των υπαρχόντων διαφορών. Στο παραπάνω πλαίσιο, ο δείκτης μόχλευσης είναι το κλάσμα των ιδίων κεφαλαίων προς το σύνολο των μη σταθμισμένων στοιχείων του ενεργητικού. Το μειονέκτημα στην περίπτωση αυτή είναι ότι όσο κεφάλαιο απαιτείται ως εγγύηση για ένα ομόλογο της κυβέρνησης των Η.Π.Α., άλλο τόσο απαιτείται και για ένα δάνειο υψηλού ρίσκου. Αποφεύγονται όμως έτσι προβλήματα από χρήση πολύ χαμηλών συντελεστών στάθμισης του κινδύνου και ο δείκτης λειτουργεί ως δίχτυ ασφαλείας . 5.1.4 Μείωση της προκυκλικότητας και καθιέρωση αντικυκλικών σταθεροποιητικών κεφαλαίων Ένας από τους πιο αποσταθεροποιητικούς παράγοντες της πρόσφατης κρίσης υπήρξε η προκυκλική ενίσχυση των κραδασμών εντός του τραπεζικού συστήματος, των χρηματοοικονομικών αγορών και της ευρύτερης οικονομίας. Η τάση των συμμετεχόντων στην αγορά να επιδεικνύουν προκυκλική συμπεριφορά ενισχύεται με διάφορους τρόπους όπως μέσω λογιστικών προτύπων ή με τη δημιουργία πίστωσης μεταξύ τραπεζών, εταιριών και καταναλωτών. 64 Η Επιτροπή Βασιλείας εισάγει μια σειρά μέτρων με σκοπό να κάνει τον τραπεζικό τομέα πιο ευπροσάρμοστο απέναντι σε τέτοια προκυκλική δυναμική συμπεριφορά. και να τον κάνει πιο ικανό στο να απορροφά κραδασμούς αντί να μεταδίδει τους κινδύνους στο χρηματοοικονομικό σύστημα και την ευρύτερη οικονομία. Έτσι η Επιτροπή μεταξύ άλλων επιδιώκει τη μείωση της υπέρμετρης τάσης για προκυκλικότητα που δημιουργείται από τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις και την προώθηση ενός μοντέλου προβλέψεων με μακρύτερο χρονικό ορίζοντα. Ακόμη στους στόχους της είναι η συγκέντρωση κεφαλαίων για δημιουργία σταθεροποιητικών αποθεματικών τόσο σε επίπεδο τράπεζας, όσο και σε επίπεδο τραπεζικού τομέα, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν σε περιόδους έντασης και η επίτευξη του ευρύτερου μακρό- προληπτικού στόχου της προστασίας του τραπεζικού τομέα σε περιόδους υπερβολικής πιστωτικής επέκτασης. Ι. Προκυκλικότητα των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων Το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ αύξησε την ευαισθησία έναντι του κινδύνου και την κάλυψη του από τις απαιτήσεις των ρυθμιστικών κεφαλαίων κάτι το οποίο σε δεδομένη χρονική στιγμή οδήγησε σε αύξηση της κυκλικότητας των ελάχιστων απαιτήσεων για ρυθμιστικά κεφάλαια. Η Επιτροπή λοιπόν εισάγει μια σειρά ασφαλιστικών δικλείδων για διευθέτηση αυτής της τάσης όπως η χρήση δεδομένων μακροπρόθεσμου χαρακτήρα για τον υπολογισμό της πιθανότητας αθέτησης πληρωμής (probability of default), και η βαθμολόγηση (calibration) των συναρτήσεων ρίσκου οι οποίες μετατρέπουν εκτιμήσεις ζημιών σε κεφαλαιακές απαιτήσεις. Ακόμη η Επιτροπή απαιτεί από τις τράπεζες να διεξάγουν τεστ αντοχής (stress tests) τα οποία θα λαμβάνουν υπόψη τους την πτωτική τάση των δανειακών χαρτοφυλακίων τους σε περιόδους ύφεσης. ΙΙ. Προβλέψεις με μακροχρόνιο ορίζοντα Η Επιτροπή ευνοεί την υιοθέτηση ισχυρότερων πρακτικών προβλέψεων μέσα από τρεις σχετικές πρωτοβουλίες. Πρώτον, συνηγορεί υπέρ μιας αλλαγής στα λογιστικά πρότυπα προς μια προσέγγιση που βασίζεται στον υπολογισμό της εκτιμώμενης ζημιάς (expected loss). Δεύτερον, επικαιροποιεί τις οδηγίες της προς τις εποπτικές αρχές ώστε να είναι συνεπείς με την νέα προσέγγιση της εκτιμώμενης ζημίας. Τρίτον, προσπαθεί να άρει εμπόδια προς αυτή την κατεύθυνση που τυχόν υπάρχουν στο ρυθμιστικό πλαίσιο.

65 ΙΙΙ. Σχηματισμός σταθεροποιητικών κεφαλαίων Η Επιτροπή προτείνει ένα πλαίσιο κανόνων και ρυθμίσεων που θα ευνοεί τη συγκέντρωση σταθεροποιητικών κεφαλαίων αρκετά υψηλότερων από τα ελάχιστα απαιτούμενα τα οποία θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περιόδους κρίσης. Στο ξεκίνημα της χρηματοοικονομικής κρίσης, ένας μεγάλος αριθμός τραπεζών συνέχιζε να κάνει μεγάλες διανομές κερδών με τη μορφή μερισμάτων, επαναγοράς ιδίων μετοχών και γενναιόδωρων προγραμμάτων αποζημίωσης των στελεχών τους παρόλο που τόσο η ατομική τους οικονομική κατάσταση όσο και η κατάσταση του κλάδου χειροτέρευαν διαρκώς. Η συμπεριφορά αυτή οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στη συλλογική πεποίθηση που υπήρχε στον τραπεζικό χώρο σύμφωνα με την οποία κάθε μείωση στα διανεμόμενα κέρδη ισοδυναμούσε με εκπομπή σήματος αδυναμίας της τράπεζας. Τέτοιου είδους συμπεριφορές όμως είχαν σαν αποτέλεσμα να καταστούν οι τράπεζες και ο συνολικά ο τραπεζικός τομέας λιγότερο ελαστικοί. Πρόσφατα πολλές τράπεζες έχουν επιστρέψει στην κερδοφορία, όμως δεν έχουν κάνει ουσιαστικά πράγματα για να συγκεντρώσουν τα απαιτούμενα σταθεροποιητικά κεφάλαια που θα στηρίξουν την πιστωτική τους δραστηριότητα. IV. Αντιμετώπιση Υπερβολικής Πιστωτικής Επέκτασης Όπως έγινε ορατό κατά τη διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης οι ζημίες που καταγράφηκαν στον τραπεζικό τομέα κατά την περίοδο ύφεσης όταν είχε προηγηθεί μια περίοδος υπερβολικής πιστωτικής επέκτασης, ήταν πολύ μεγάλες. Τέτοιου μεγέθους ζημίες μπορούν να αποσταθεροποιήσουν τον τραπεζικό τομέα και αυτό με τη σειρά του να επιτείνει την ύφεση στην πραγματική οικονομία η οποία ενδέχεται να αποσταθεροποιήσει τον τραπεζικό χώρο ακόμη περισσότερο. Αυτές οι εσωτερικές διασυνδέσεις υπογραμμίζουν την ιδιαίτερη σημασία που έχει για τον τραπεζικό τομέα, η δημιουργία «αμυντικών» κεφαλαίων σε περιόδους που η πιστωτική επέκταση έχει φτάσει σε υπερβολικά επίπεδα. Επιπλέον, επειδή τα ίδια κεφάλαια είναι μια ακριβή μορφή χρηματοδότησης, η συσσώρευση τους έχει το επιπρόσθετο πλεονέκτημα ότι βοηθά στο μετριασμό της πιστωτικής ανάπτυξης. Οι προτάσεις της Επιτροπής Βασιλείας αποσκοπούν στο να προσαρμόζουν όσο το δυνατό πιο άμεσα το εύρος των σταθεροποιητικών κεφαλαίων κάθε φορά που υπάρχουν σημάδια για υπερβολική πιστωτική επέκταση. Έτσι εξασφαλίζεται η δημιουργία αντικυκλικών σταθεροποιητικών κεφαλαίων και αυξάνεται η ικανότητα των τραπεζών να απορροφούν ζημιές σε περιόδου οικονομικής ύφεσης. Τα τέσσερα μέτρα που παρουσιάστηκαν ως εδώ, είναι σχεδιασμένα για να λειτουργούν συμπληρωματικά. Έτσι οι πρωτοβουλίες που εστιάζουν στις μελλοντικές προβλέψεις ενδυναμώνουν τον τραπεζικό τομέα στην αντιμετώπιση αναμενόμενων ζημιών, 66 ενώ τα μέτρα κεφαλαιακής ενίσχυσης στοχεύουν στην αντιμετώπιση των μη αναμενόμενων ζημιών. Τα μέτρα που αφορούν στην κεφαλαιακή ενίσχυση διακρίνονται σε αυτά που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της κυκλικότητας που προκαλείται από τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις του ρυθμιστικού πλαισίου και σε αυτά που αποσκοπούν στη δημιουργία σταθεροποιητικών κεφαλαίων πάνω από την ελάχιστη απαίτηση. Η παρουσία των δεύτερων αποδεικνύεται κρίσιμη ακόμη και χωρίς την ύπαρξη των πρώτων. Τέλος η Επιτροπή προτείνει ότι η απαίτηση για κεφάλαια που θα δρουν αντισταθμιστικά σε περιόδους μεγάλης πιστωτικής επέκτασης να είναι μηδενική σε ομαλές περιόδους και να αυξάνεται μόνο σε περιόδους πιστωτικής έκρηξης. Όμως οι εποπτικές αρχές ακόμα και σε περιόδους που δεν υπάρχει πιστωτική φούσκα αναμένουν από τις τράπεζες να συγκεντρώνουν τέτοιου είδους σταθεροποιητικά κεφάλαια για αντιμετώπιση κινδύνων που μπορεί να προέρχονται από άλλες πηγές. 5.1.5 Αντιμετώπιση του συστημικού κινδύνου και των διασυνδέσεων μεταξύ των χρηματοπιστωτικών οργανισμών Όπως είδαμε, η προκυκλικότητα ενισχύει τους κραδασμούς στο τραπεζικό σύστημα με την πάροδο του χρόνου. Από την άλλη πλευρά οι διασυνδέσεις μεταξύ πολλών μεγάλων τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών δημιουργούν αρνητικές δονήσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και την πραγματική οικονομία. Η κατάρρευση ή φθορά συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για άλλα ιδρύματα και την οικονομία εν γένει. Μια τράπεζα λοιπόν μπροστά στην προοπτική της κατάρρευσης μπορεί να πάρει μέτρα που θα μετριάσουν τα προβλήματα της αλλά θα επιβαρύνουν με κόστος άλλες τράπεζες. Στο πλαίσιο της Συνθήκης Βασιλείας ΙΙ και μέχρι πριν από την κρίση, δεν υπήρχε πρόβλεψη στις κεφαλαιακές απαιτήσεις, η οποία να ενσωματώνει τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει μια τράπεζα για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την πραγματική οικονομία. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή προωθεί μια δέσμη πρακτικών μέτρων που θα βοηθήσουν τις εποπτικές αρχές να μετρούν τη σημασία που έχει κάθε τράπεζα για τη σταθερότητα του συστήματος και της πραγματικής οικονομίας. Έτσι καθορίζονται οι τράπεζες που είναι σημαντικές για τη σταθερότητα του συστήματος και γίνεται προσπάθεια να μειωθούν τόσο η πιθανότητα κατάρρευσης τους όσο και οι επιπτώσεις από κάτι τέτοιο. Στην παρούσα φάση εξετάζεται η επιβολή μιας πρόσθετης κεφαλαιακής επιβάρυνσης αλλά και πρόσθετης επιβάρυνσης για τη ρευστότητα, στις τράπεζες που αποδεικνύονται συστημικά σημαντικές. 67 Μια άλλη προσέγγιση είναι να γίνουν διορθώσεις στους συντελεστές στάθμισης του κινδύνου που προβλέπονται από το πλαίσιο της Συνθήκης Βασιλείας ΙΙ για τους κινδύνους που προέρχονται από συστημικά σημαντικές τράπεζες. Για παράδειγμα θα μπορούσε να αυξηθεί ο συντελεστής συσχέτισης για έκθεση σε μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έναντι έκθεσης σε μη χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ή να γίνει πιο αυστηρή η αντιμετώπιση παραγώγων που διαπραγματεύονται σε μη οργανωμένες αγορές και δεν εκκαθαρίζονται μέσω ενός κεντρικού συστήματος συμψηφισμού. 5.1.6 Καθιέρωση ενός Παγκοσμίου Standard για τη Ρευστότητα Η ύπαρξη αυξημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων αποτελεί μια αναγκαία συνθήκη για τη σταθερότητα του τραπεζικού τομέα όχι όμως και ικανή. Μια ισχυρή βάση ρευστότητας η οποία ενισχύεται από εποπτικούς κανόνες είναι εξίσου μεγάλης σημασίας. Ως σήμερα όμως δεν υπάρχουν standards για τη ρευστότητα που να είναι εναρμονισμένα σε διεθνές επίπεδο. Η Επιτροπή Βασιλείας λοιπόν προχωρά στην καθιέρωση τέτοιων standards για τη ρευστότητα κατ’ αντιστοιχία με την καθιέρωση των διεθνώς εναρμονισμένων standards για την κεφαλαιακή επάρκεια με τη φιλοδοξία να δημιουργηθεί ένα ομοιογενές τοπίο που θα ευνοεί τον υγιή ανταγωνισμό των τραπεζών σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην αρχική φάση της κρίσης πολλές τράπεζες, παρά την ισχυρή κεφαλαιακή τους βάση, αντιμετώπισαν δυσκολίες επειδή δεν έκαναν συνετή διαχείριση της ρευστότητας τους. Πριν από την κρίση οι αγορές ήταν ανοδικές και η χρηματοδότηση ήταν εύκολα διαθέσιμη σε χαμηλό κόστος. Η απότομη αντιστροφή των συνθηκών της αγοράς έδειξε πόσο εύκολα εξαφανίζεται η ρευστότητα και πόσο πολύ μπορεί να διαρκέσει η έλλειψη της. Η Επιτροπή Βασιλείας δημιουργεί δυο ελάχιστες απαιτήσεις ρευστότητας. Η πρώτη είναι ένας δείκτης κάλυψης βραχυπρόθεσμης ρευστότητας 30 ημερών η οποία αποβλέπει στην καλύτερη ανταπόκριση του τραπεζικού τομέα σε πιθανές διακυμάνσεις της ρευστότητας. Ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας εξασφαλίζει ότι, οι τράπεζες που δραστηριοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν επαρκή ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία υψηλής ποιότητας ώστε να αντεπεξέλθουν επιτυχώς σε ένα σενάριο αδυναμίας χρηματοδότησης τους το οποίο θα οριστεί από τις εποπτικές αρχές. Η δεύτερη απαίτηση έχει τη μορφή ενός πιο μακροπρόθεσμα δομημένου δείκτη για την αντιμετώπιση προβλημάτων ρευστότητας. Ταυτόχρονα παρέχει κίνητρο στις τράπεζες να χρησιμοποιούν σταθερές πηγές χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων τους. Ένα συμπληρωματικό στοιχείο του ρυθμιστικού πλαισίου της ρευστότητας αποτελεί μια δέσμη μέτρων για τη βελτίωση της διασυνοριακής συνεργασίας των εποπτικών αρχών. 68 Τα μέτρα αυτά βοηθούν τις εποπτικές αρχές να εντοπίσουν τις τάσεις της ρευστότητας τόσο για μεμονωμένα τραπεζικά ιδρύματα όσο και για το σύνολο του τραπεζικού τομέα. 5.1.7 Χρονοδιάγραμμα εφαρμογής του Συμφώνου Βασιλείας ΙΙΙ Οι επικεφαλείς των κυβερνήσεων των χωρών της ομάδας G-20 επιφόρτισαν την Επιτροπή Βασιλείας με την οριστικοποίηση των κανόνων του Συμφώνου Βασιλείας ΙΙΙ πριν από τη συνάντηση τους στη Σεούλ της Νότιας Κορέας στις 11 και 12 Νοεμβρίου 2010. Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε με την έκδοση του συμβουλευτικού εγγράφου του Δεκεμβρίου του 2009, που ήδη παρουσιάστηκε, και στο οποίο περιγράφονταν οι προτεινόμενες αλλαγές του ρυθμιστικού πλαισίου για την κεφαλαιακή επάρκεια και τη ρευστότητα των τραπεζών. Το κείμενο δόθηκε σε δημόσιο σχολιασμό ως τα μέσα Απριλίου του 2010 και τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν και τις δικές τους απόψεις. Παράλληλα η Επιτροπή Βασιλείας σε συνεργασία με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών και το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας διεξήγαγε ποσοτικές μελέτες για τις πιθανές επιπτώσεις που θα έχει η εφαρμογή του νέου ρυθμιστικού πλαισίου στις χρηματοοικονομικές αγορές και την οικονομία γενικότερα. Πρόθεση της Επιτροπής είναι να εφαρμοστούν οι αναθεωρημένες προτάσεις έως το τέλος του 2012, παρόλο που είναι ξεκάθαρο ότι θα υπάρξουν μεταβατικές περίοδοι, περίοδοι επιτήρησης και φάσεις σταδιακής ενσωμάτωσης των ρυθμίσεων. Όλα αυτά σκοπό έχουν να μειώσουν τις επιπτώσεις από την μετάβαση στο νέο κανονιστικό πλαίσιο οι οποίες αναμένονται αρκετά μεγάλες όταν ολοκληρωθεί η εφαρμογή τους. Παρόλη την περί του αντιθέτου φημολογία, δεν αναμένεται απόρριψη των προτάσεων της Επιτροπής Βασιλείας, ούτε τροποποίηση του αρχικου χρονοδιαγράμματος εφαρμογής του Συμφώνου με εξαίρεση ίσως τις προβλέψεις για τη ρευστότητα. Η μοναδική περίπτωση που θα μπορούσε να δημιουργήσει αναβολή της εφαρμογής είναι η εκδήλωση μιας νέας ύφεσης ή μιας ακόμη σφοδρής χρηματοοικονομικής κρίσης όπως είναι η επαπειλούμενη κρίση του Euro. Οι ηγέτες των χωρών του G-20 δεν θα θελήσουν να ριψοκινδυνεύσουν μια πρόσθετη οικονομική επιβράδυνση δεδομένου της ήδη επιβαρυμένης κατάστασης της διεθνούς οικονομίας. 5.2 Εκτίμηση των επιπτώσεων στην πραγματική οικονομία 5.2.1 Η άποψη της Επιτροπής Βασιλείας Το Συμβούλιο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (Financial Stability Board) και η Επιτροπή Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία δημοσίευσαν στις 18 Αυγούστου 2010 δυο αναφορές. Τα συμπεράσματα τους θα χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό των νέων 69 standards ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών και για πληροφόρηση των μεταβατικών διευθετήσεων ως την εφαρμογή τους. Η πρώτη επιγράφεται “An assessment of the long-term economic impact of stronger capital and liquidity requirements” και πραγματοποιήθηκε από την Επιτροπή Βασιλείας. Η δεύτερη φέρει τον τίτλο “ Assessing the macroeconomic impact of the transition to stronger capital and liquidity requirements” και είναι μια ενδιάμεση αναφορά της Επιτροπής Βασιλείας, του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και του Macroeconomic Assessment Group (MAG). Συνδυαστικά, οι δυο αναφορές δίνουν μια εκτίμηση των καθαρών οικονομικών επιπτώσεων από την εφαρμογή των νέων ενισχυμένων ορίων κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας μετά την ολοκλήρωση της εφαρμογής τους. Ταυτόχρονα όμως παρουσιάζουν και τις μακροοικονομικές επιπτώσεις κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου ως την πλήρη εφαρμογή τους. Τα συμπεράσματα της πρώτης αναφοράς είναι ότι υπάρχουν σαφή και καθαρά μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη από την αύξηση των απαιτήσεων κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας από τα ισχύοντα επίπεδα, που συντελούν στη δημιουργία ενός πιο εύρωστου και υγιούς παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος. Τα πλεονεκτήματα απορρέουν από τη μείωση της πιθανότητας εμφάνισης κρίσεων και από τη μείωση των ζημιών που ενδέχεται να συσσωρεύσουν αυτές οι κρίσεις αν τελικά εμφανιστούν. Επιπλέον, τα οφέλη ξεπερνούν κατά πολύ τα κόστη που πιθανώς να δημιουργεί η επιβολή των ενισχυμένων απαιτήσεων του νέου ρυθμιστικού πλαισίου. Η ενδιάμεση αναφορά της εκτίμησης του κόστους μετάβασης στο νέο ρυθμιστικό καθεστώς, προετοιμάστηκε με συνεργασία των φορέων που αναφέρθηκαν και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αυτή αναφέρει το ενδεχόμενο να υπάρξουν μέτριες επιπτώσεις στη συνολική παραγωγή από την εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων. Συγκεκριμένα αν οι ρυθμίσεις εφαρμοστούν με χρονικό ορίζοντα προσαρμογής άνω των 4 ετών, τότε κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης που θα επιβληθεί στο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών θα επιφέρει μείωση στο ΑΕΠ κατά 0,19%- 0,20% μετά την ολοκλήρωση της εφαρμογής του νέου πλαισίου. Η ελάχιστη τιμή του ΑΕΠ εμφανίζεται στα τεσσεράμισι χρόνια από την έναρξη εφαρμογής των νέων αναθεωρημένων ορίων και μετά ανακάμπτει σταδιακά. Αν αναφερθούμε σε όρους ρυθμούς ανάπτυξης, τότε αναμένουμε ότι ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης θα μειωθεί κατά μέσο όρο κατά 0,04 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το προσδοκώμενο για διάρκεια μεταβατικής περιόδου πάνω από τεσσεράμισι χρόνια. Επίσης αύξηση κατά 25% των διαθέσιμων ρευστών αναμένεται να έχει επίπτωση στη συνολική οικονομία που δεν θα ξεπερνά το μισό της επίπτωσης που θα επιφέρει αύξηση κατά μια μονάδα στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Μια διετής μεταβατική περίοδος 70 προσαρμογής δίνει ελαφρά μεγαλύτερες μειώσεις με τη χαμηλότερη τιμή να εμφανίζεται μετά από δυόμισι χρόνια. Αν όμως εκτείνουμε την περίοδο εφαρμογής πέρα από τα τέσσερα χρόνια τότε η διαφορά είναι ασήμαντη. Οι αναμενόμενες επιπτώσεις προέρχονται από το γεγονός ότι οι τράπεζες θα μετακυλήσουν τα αυξημένα κόστη στους δανειστές με αποτέλεσμα να υπάρξει επιβράδυνση των επενδύσεων. Η σχετική αύξηση στα τραπεζικά επιτόκια θα κυμανθεί στις 15 μονάδες βάσης για κάθε μια ποσοστιαία μονάδα αύξησης στα απαιτούμενα κεφάλαια. Τα κόστη αυτά αναμένεται να εξανεμιστούν μετά τη φάση εφαρμογής. Σε κάθε περίπτωση το ΑΕΠ επιστρέφει στην προσδοκώμενη πορεία του σε μεταγενέστερα έτη. Οι επιπτώσεις από την επιβολή του νέου ρυθμιστικού πλαισίου αναμένεται να είναι διαφορετικές για τις διάφορες εθνικές οικονομίες που θα κληθούν να τις εφαρμόσουν και θα εξαρτηθούν από τα τρέχοντα επίπεδα ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας που αυτές διαθέτουν. Επίσης θα επηρεαστούν από τις αποκλίσεις που υπάρχουν στους ορισμούς βάσει των οποίων θα υπολογίζονται οι νέοι δείκτες για κεφαλαιακή επάρκεια και ρευστότητα. Τα παραπάνω αποτελέσματα δείχνουν ότι οι προτεινόμενες αλλαγές της Επιτροπής Βασιλείας θα έχουν στη χειρότερη περίπτωση μέτριες επιπτώσεις στη συνολική παραγωγή με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει η κατάλληλη μεταβατική περίοδος στην εφαρμογή τους (Ceccheti, S. 2010) 5.2.2 Η άποψη των εκπροσώπων του Τραπεζικού τομέα Διαφορετική φαίνεται να είναι η άποψη των τραπεζιτών, όπως αυτή εκφράστηκε συνέδριο που διοργανώθηκε τον Οκτώβριο του 2010 στη Νέα Υόρκη υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Διεθνών Χρηματοοικονομικών (I.I.F.), ενός ιδρύματος που εκπροσωπεί πάνω από 400 διεθνώς δραστηριοποιούμενα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Δια στόματος του επικεφαλής της Deutsche Bank Joseph Ackerman ο οποίος είναι και πρόεδρος του I.I.F., εκφράστηκε η έντονη ανησυχία για το συντονισμό των κρατών με στόχο τη λήψη επιπλέον μέτρων σε μονομερή βάση πέραν των διεθνών ορίων. « Οι τράπεζες θα υπαχθούν σε νέο ρυθμιστικό πλαίσιο σε κάθε περιφέρεια όπου δραστηριοποιούνται ανεξαρτήτως έδρας. Αυτό θα στερήσει δάνεια από τις εταιρίες και θα πλήξει άμεσα θέσεις εργασίας», δήλωσε ο William Dudley κεντρικός τραπεζίτης της Νέας Υόρκης συμπληρώνοντας παράλληλα πως θα υπάρξουν συνέπειες από τη συρρίκνωση των περιθωρίων δανεισμού. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν 5 σημεία έντονης διαφωνίας των εκπροσώπων του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος ως προς τις αλλαγές που προωθεί το νέο Σύμφωνο της Βασιλείας ΙΙΙ τα οποία παρουσιάζονται στη συνέχεια. 71 Ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (net stable funding ratio). Οι τράπεζες θεωρούν ότι οι αλλαγές στον τρόπο χρηματοδότησης τους θα είναι ακριβές ενώ τα οφέλη που θα προκύψουν στην ασφάλεια του συστήματος θα είναι οριακά. Στο θέμα αυτό έχουν και τη σύμφωνη γνώμη ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων αλλά και μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας. Οι υψηλότεροι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Οι τράπεζες θεωρούν ότι δεν πρέπει να υπάρξουν παρά μόνο μέτριες αυξήσεις στις τιμές των δεικτών, δεδομένων όλων των αλλαγών που επιβάλλονται στην ποιότητα και τη σύνθεση των εποπτικών κεφαλαίων. Η χρήση του Δείκτη Μόχλευσης. Υπάρχει έντονη διαφωνία εντός του διεθνούς τραπεζικού κλάδου για τη χρησιμότητα και τον τρόπο εφαρμογής του. Η αμερικανική πλευρά κυρίως θεωρεί ότι θα έπρεπε να είναι η υποχρεωτική και δεσμευτική η χρήση του, ώστε οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις για κάθε τράπεζα να προκύπτουν ως το μέγιστο μεταξύ της τιμής που δίνει ο δείκτης και της τιμής που υπολογίζεται με βάση τον κίνδυνο. Άλλοι και κυρίως η γαλλική πλευρά θεωρούν ότι αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο, η εφαρμογή του όμως θα πρέπει να είναι στη διακριτική ευχέρεια της κάθε χώρας. Η απαλοιφή κάποιων ηπιότερων μορφών κεφαλαίων από τα ρυθμιστικά κεφάλαια. Όλοι συμφωνούν ότι η πιο ισχυρή μορφή ιδίων κεφαλαίων αλλά συγχρόνως και η πιο ακριβή είναι οι κοινές μετοχές. Έτσι οι τράπεζες αντιδρούν στη απαλοιφή από τα ρυθμιστικά κεφάλαια ηπιότερων και φθηνότερων μορφών κεφαλαίου ή/ και ζητά μεγαλύτερες μεταβατικές περιόδους για την εφαρμογή του μέτρου. Οι ευρωπαϊκές και οι ιαπωνικές τράπεζες εμφανίζουν την μεγαλύτερη αντίδραση στο θέμα διότι περιλαμβάνουν περισσότερα τέτοιου είδους κεφάλαια στους ισολογισμούς τους από τις αμερικανικές. Εξαίρεση συγκεκριμένων στοιχείων του ισολογισμού από τα κεφάλαια. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες ανησυχούν για την εξαίρεση από τα κεφάλαια, επενδύσεων σε ασφαλιστικές εταιρίες και δικαιώματα μειοψηφίας. Οι αμερικανικές από την πλευρά τους αντιδρούν στην εξαίρεση δικαιωμάτων από εξυπηρέτηση υποθηκών και στοιχείων ενεργητικού που επιτρέπουν την χρονική μετάθεση της φορολόγησης τους. Σύμφωνα με έρευνα του I.I.F, οι οικονομίες των ισχυρότερων χωρών του πλανήτη θα είναι κατά 3% μικρότερες ύστερα από 5 χρόνια από την εφαρμογή του Συμφώνου της Βασιλείας ΙΙΙ, ενώ έρευνα της Ένωσης Γαλλικών Τραπεζών υποστηρίζει πως το πλήγμα στη γαλλική οικονομία για αντίστοιχο χρόνο εφαρμογής θα έφτανε σε μείωση της τάξης του 6% (www.naftemporiki.gr, 19-08-2010). Ακόμη παραμένουν σε εκκρεμότητα ορισμένα ζητήματα όπως η αποσαφήνιση των νέων κανόνων της Επιτροπής Βασιλείας για τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα . Ήδη στην Ελβετία έχει συσταθεί επιτροπή εμπειρογνωμόνων που προτείνει την επιβολή ακόμα αυστηρότερων κανόνων σε ορισμένες τράπεζες όπως η U.B.S. και η Credit Suisse λόγω της υψηλής τους σπουδαιότητας για το συστημικό κίνδυνο. Βάσει της Βασιλείας ΙΙΙ, το ποσοστό 72 των κοινών μετοχών μιας τράπεζας ως προς το σταθμισμένο ενεργητικό της, όπου γίνεται αποτίμηση σε όλο το εύρος του δανειακού χαρτοφυλακίου, θα πρέπει να φτάνει το 7% ενώ στην Ελβετία η πρόταση είναι να γίνει 10% (www.kathimerini.gr/ Bloomberg, 12-10-2010).

73 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η χρηματοοικονομική κρίση άλλαξε πολλά από τα δεδομένα στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα. Ανέδειξε ότι σε συνθήκες αυξανόμενης παγκοσμιοποίησης και απελευθέρωσης των χρηματαγορών, η ύπαρξη απλώς ενιαίων κανόνων εποπτείας των εθνικών τραπεζικών συστημάτων δεν αποτελεί εγγύηση για την ομαλή και φερέγγυα λειτουργία του πιστωτικού συστήματος. .Απαιτείται η συνεργασία και ο συντονισμός των Κεντρικών Τραπεζών, έτσι ώστε να υπάρχει ένας οιονεί «συλλογικός επόπτης» του πιστωτικού συστήματος που να αποτελεί έκφραση συλλογικής πολιτικής επιθυμίας ενίσχυσης των μηχανισμών εκείνων που θωρακίζουν την, εν πολλοίς, ενιαία χρηματοπιστωτική αγορά. Είναι επιτακτική η ανάγκη δημιουργίας και εφαρμογής ενός αυστηρότερου ρυθμιστικού και εποπτικού πλαισίου λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Στόχος είναι να βελτιωθεί η ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να απορροφά οικονομικές κρίσεις ανεξαρτήτως προελεύσεως τους και να αποτρέπει την εξάπλωση τους από τον χρηματοπιστωτικό τομέα στην πραγματική οικονομία. Η προσπάθεια κατασκευής ενός νέου παγκόσμιου εποπτικού πλαισίου του χρηματοοικονομικού συστήματος είναι πλέον υπό τη αιγίδα των G-20 χωρών. Οι διεργασίες στις συναντήσεις των G-20 χωρών έχουν οδηγήσει σε μια σειρά από αποφάσεις οι οποίες θέτουν τα πλαίσια για την αναδιοργάνωση του συστήματος. Θα απαιτηθεί διεθνής συντονισμός σε πέντε τομείς: ¾ Δημιουργία ενός ισχυρού ρυθμιστικού πλαισίου το οποίο ενσωματώνει μια μακροπροληπτική προσέγγιση αντιμετώπισης των κρίσεων ¾ Αποτελεσματική εποπτεία ¾ Δημιουργία ενός κανονιστικού πλαισίου για επίλυση προβλημάτων που αφορούν σε οργανισμούς συστημικά σημαντικούς και ¾ Διαφάνεια στη διεθνή συνεργασία των αντίστοιχων εποπτικών φορέων Η συζήτηση και τα σχέδια προς επεξεργασία των G-20, αν δεν χάσουν τη σημερινή ορμή τους, μπορούν να οδηγήσουν σε μια σειρά από μέτρα και νέες πολιτικές. που αφορούν τη δημιουργία αποτελεσματικής εποπτείας και αποτελεσματικών ρυθμιστικών διατάξεων, τη μείωση του συστημικού κινδύνου, τη μεγαλύτερη προστασία των επενδυτών μέσω αυξημένης διαφάνειας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη δημιουργία μιας παγκοσμιοποιημένης αντίδρασης σε μια παγκοσμιοποιημένη κρίση. Όλες οι πρωτοβουλίες που αφορούν την σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος συντονίζονται πλέον από το Financial Stability Board (FSB), το οποίο έχει ενισχυθεί. 74 Άλλα τρία θέματα- προκλήσεις που φαίνεται πως θα απασχολήσουν τους εποπτικούς και ρυθμιστικούς φορείς στο άμεσο μέλλον είναι : ¾ Η σημασία της δημιουργίας από την πλευρά των εποπτικών αρχών ενός μηχανισμού κατανόησης και στενής παρακολούθησης των αγορών, των χρηματοοικονομικών προϊόντων και της αλληλοσύνδεσης που υπάρχει μεταξύ τους σε περιόδους κρίσης. Επίσης η λήψη προληπτικής δράσης όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο. ¾ Η απλοποίηση των πραγμάτων. Όσο πιο πολύπλοκα είναι τα προϊόντα και οι εταιρίες τόσο πιο δύσκολο είναι να τα χειριστείς. Οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να μπορούν να ξεχωρίσουν την πολυπλοκότητα ενός καινοτόμου χρηματοοικονομικού εργαλείου που είναι εγγενής, από αυτή που σκοπεύει να παρακάμψει τους κανόνες και να κερδοσκοπήσει με κεφάλαια που είναι απαραίτητα για σταθερότητα του συστήματος. Θα πρέπει να ενθαρρύνει την πολυπλοκότητα του πρώτου τύπου και να περιορίσει αυτή του δεύτερου. ¾ η δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης μέσω της αποτελεσματικής επικοινωνίας τόσο μεταξύ τραπεζών και εποπτικών αρχών, αλλά και μεταξύ διαφορετικών εποπτικών φορέων. Στην κατεύθυνση αυτή μπορούν να βοηθήσει η διοργάνωση διεθνών συνεδρίων και συναντήσεων από οργανισμούς όπως η Επιτροπή Βασιλείας, το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και άλλα. Τέτοιες πρωτοβουλίες διευκολύνουν την εναρμόνιση των προτύπων και την εφαρμογή τους σε παγκόσμιο επίπεδο.

75 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ¾Ακκιζίδης Γ. και Καλυβάς Λ., άρθρο «Πώς αντιμετωπίζεται ο λειτουργικός κίνδυνος. Η Συνθήκη της Βασιλείας ΙΙ και η επιλογή μεθοδολογίας υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη του λειτουργικού κινδύνου», εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (news.kathimerini.gr),8/6/2005 ¾Almunia Miguel, Augstin S. Benetrix, Barry Eichengreen, Kevin H. O.Rourke. and Gisela Rua, (November 2009), « From Great Depression to Great Credit Crisis: Similarities, Differences and Lesson», ¾Banque De France, (5 December 2008), “The macroeconomic impact of banking crises”, Focus No 2. ¾Basel Committee on Banking Supervision (December 2009) “Strengthening the resilience of the banking sector”. Consultative Document ¾Basel Committee on Banking Supervision (December 2010)” Basel III: A global regulatory framework for more resilient banks and banking systems” ¾ Bernanke (2000), “Japanese monetary policy: a case of self-induced paralysis”. ¾ Bordo Michael and Eichengreen Barry et al, (2001), “Is the Crisis Problem Growing More Severe? ” Economic Policy 16, no32 ,51-82 ¾ Caballero R and Krishnamurthy A., (May 2009), “Global Imbalances and Financial Fragility” American Economic Review Papers and Proceedings, pp. 584-88. ¾ Cannata Francesco and Quagliariello,” The role of Basel II in the subprime financial crisis: guilty or not guilty?” n.3/09, Milan January 2009, copyright University Bocconi ¾Caruana, “Basel III: towards a safer financial system” speech by Mr. Jaime Caruana, General Manager of the Bank for International Settlements, at the 3rd Santander International Banking Conference, Madrid, 15 September 2010. ¾ Cecchetti S. “Financial reform: a progress report”. Remarks by Mr. Stephen Cecchetti, Economic Adviser and Head of Monetary and Economic Department Bank for International Settlements, prepared for the Westminster Economic Forum, National Institute of Economic and Social Research, London, 4 October 2010. ¾Committee on Capital Markets, (May 2009), “The global financial crisis- A plan for regulatory reform” . ¾Coval J, Jurek J. and Stafford E., (2009), “The Economics of Structured Finance” Journal of Economic Perspectives, Vol. 23, No 1 ¾Crouhy M., Jarrow R. & Turnbull S. (2008), The sub-prime credit crisis of 2007, University of Houston-C.T. Bauer College of Business, Working paper series 76 ¾Freeland Charles, “Financial regulation after the crisis”, September 2009 ¾Elliot, D. “Basel III, the Banks and the Economy” The Brookings Institution, July 23, 2010. ¾Federal Reserve Board, “Monetary Policy and Open Market Operations" http://www.federalreserve.gov/fomc/fundsrate.htm ¾Goodhart, C.A.E. “The regulatory response to the financial crisis ”(March 2008), CESIFO Working Paper N. 2257 ¾International Monetary Fund, April 9, 2008, “The Recent Financial Turmoil Initial Assessment, Policy Lessons, and Implications for Fund Surveillance” ¾Joint interim report, prepared by the Basel Committee on Banking Supervision, the Financial Stability Board and the Macroeconomic Group (August 18, 2010) “Assessing the macroeconomic impact of the transition to stronger capital and liquidity requirements”. Press release ¾Kaufman George, (1996) Bank Failures, Systemic Risk and Bank Regulation, Cato Journal, 16 (1): 17-45. ¾Makin George G. (1996) “Bank Failures, Systemic Risk and Bank Regulation”, Cato Journal, 16 (1): 17-45. ¾Mayes, David G. (2004) “Getting the Best out of Basel II for the European Banking System” The New Basel Capital Accord and the Future of the European Financial System, (CEPS Task Force Report No. 51): 64-70. ¾Meyer Laurence H. (1999). Increasing Global Financial Integrity: The Roles of Market Discipline, Regulation, and Supervision, Cato Journal, 18 (3): 345-54. ¾Padoa-Schioppa, Tommaso (2004) “Regulating Finance: Balancing Freedom and Risk”, Oxford: Oxford University Press ¾Resti, Andrea (2004).” The Architecture of the New Basel Capital Accord: From Basel I to Basel II”. The New Basel Capital Accord and the Future of the European Financial System (CEPS Task Force Report No. 51): 3-15. ¾ Securities and Exchange Commission (2008 ), Proposed Rules for Nationally Recognized Statistical Rating Organizations” ¾Συριόπουλος Κώστας Π., « Διεθνείς Κεφαλαιαγορές, Τόμος Ι- Θεωρία & Ανάλυση», Εκδόσεις Ανίκουλα, Θεσσαλονίκη 1999 ¾Συριόπουλος Κώστας Π., « Εποπτεία και Ρύθμιση Κεφαλαιαγοράς: Προσδιορισμός και Διαχείριση Κινδύνου», Αθήνα 8 Δεκεμβρίου 2000 ¾Yuliya Demyanyk, Otto Van Hemert, “Understanding the Subprime Mortgage Crisis”, December 5, 2008 ¾Went Peter ,” Basel III Accord: Where do we go from here?” October 15, 2010

77

Επίσημες ιστοσελίδες: ¾Bank for International Settlements, πληροφορίες για Σύμφωνα Βασιλείας, http://www.bis.org/bcbs/history.htm ¾Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Κεφαλαιαγοράς, http://www.hcmc.gr/pages/index.asp?catID=227 ¾Ευρωπαϊκή Επιτροπή, htpp:// ec.europa.eu/index el.htm ¾Ναυτεμπορική , www.naftemporiki.gr ¾Καθημερινή, www.kathimerini.gr

78

Similar Documents

Free Essay

Accounting

...include the reasons for the global financial crisis and what steps the government is taking to overcome or recover from the crisis. One of the main reasons emphasized in the following text for the crisis is lack of effective regulations. Moreover the most important financial alteration that various committee’s around the world are taking is strengthening the regulatory requirements on the financial institutions. Hereafter it could be settled that government intervention could have played a huge role in avoiding the crisis. Many countries around the world have to decide whether to regulate or not to regulate their accounting standards. Supporters of regulation usually state that the free market notion states that accounting information is like an economic good so it is best to leave the markets to decide what and how much information is needed. This will help achieve efficient market system, however this kind of a system exists only in theory and not in reality, and so then what is the point of a free market system when it cannot be efficient? (Y. Hong, 2007) The rewards of free market system are realized only when it is executed in isolation. But in reality, markets cannot be left completely on its own and some regulation or government intervention is required. Government intervention even at its minimum will not be able to achieve efficient markets and thus it is better to have a well regulated system. Free market system has led to market failures that have had major adverse...

Words: 1762 - Pages: 8

Premium Essay

Post Crisis and Regulatory Response on Banking Regulation

...of regulation in order to reduce the risk of bank failing. With the regulation, the banks would be authorised on the basis of meeting minimum standards, and will continued to be supervised to ensure that certain standards or requirements are maintained. This would instill more confidence to the economic actors.[1] The risk of the banks become poorly capitalised, fraudulently or incompetently run compared to if no system of external regulation were take place will be lower. Unfortunately, the regulation does not perform well as an alternative for the regulation by the market, nor replace the need for management to take prime responsibility for bank’s activities. As time goes by, there has been increasing recognition of both the limitation of regulation and its role. [2] Perhaps, the market discipline will play a greater role in financial and to bring benefits in future. Nevertheless, an effective system of regulation still play an important role in minimising the risk of bank failure and to maintain consumers’ confidence in the banking system. Banking Regulation: Objectives and Rationales The main objectives of banking regulation are to protect the investors and provide prevention of bank failures and depositor runs as well as minimisation of the risk of contagion that these may create.[3] The term regulation is used in a broad sense, Goodhart used it to refer to the different ways in which the activities of banks are monitored and controlled by governments and financial regulatory...

Words: 3230 - Pages: 13

Free Essay

Financial Regulatory Reform

...Financial Regulatory Reform ECO 238 12/07/2009 “Over the past two years, we have faced the most severe financial crisis since the Great Depression. The financial system failed to perform its function as a reducer and distributor of risk. Instead, it magnified risks, precipitating an economic contraction that has hurt families and businesses around the world.” (Geithner & Summers) While the current crisis had many causes, it is clear that the government could have done more to prevent many of the problems from growing out of control and threatening the stability of our financial system. Gaps and weaknesses in the management and regulation of financial firms presented challenges to our government’s ability to monitor, prevent, or address risks as they built up in the system, which caused the enormous bailouts or the massive financial collapses of financial institutions. The previous approaches to bank holding company regulation focused on protecting the subsidiary bank, not on the comprehensive regulation of the whole firm. In June, the President, proposed a new financial regulatory plan for the financial system. The new reform, as mentioned by the President, would protect consumers, impose new restraints on financial institutions and guard against the dismal practices that caused the market crisis. The new reform would generally be adopted by regulators since it mostly affects them. Timothy Geithner who is the secretary of the Treasury and Lawrence Summers who is...

Words: 1721 - Pages: 7

Free Essay

The Pros and Cons of Regulating Corporate Reporting: a Critical Review of the Arguments

...resulted in the collapse of Barings Bank, due to this the Financial Services Authority changed the structure of financial regulation that consolidated regulation responsibilities. The aftermath of the financial crisis of 2007 to 2009 has drawn the financial accounting standard setting into the orbit of political processes focused on restructuring the regulation of the world’s financial markets. The crisis has ignited worldwide debate on issues of systemic risk and the role played by financial regulation in creating exacerbating the crisis. There have been proposals for how to regulate the financial markets and financial institutions should be changed to ease the potential for large scale financial meltdowns in the future. There are many aspects of the financial system under debate, including the alleged role played by financial accounting standards in deepening the trajectory of the crisis. The crisis has forced politicians, regulators and economists to scrutinise financial accounting standards and create pressure for change, which creates an opportune moment to consider how to organise the analysis of efficient regulatory choice. This paper lays out the basic arguments that have been put forth both for and against the regulation of corporate reporting. 2. The Case of Mandatory Disclosure Here the paper discusses issues related to the nature of disclosure, whether it is a case of choice or formal regulation (voluntary or mandatory). We are being introduced key theories...

Words: 2495 - Pages: 10

Premium Essay

Briefing Note: Financial Crisis and Implications on Regulation

...Briefing Note Introduction In 2007 to mid-2009, the world has suffered the worst financial crisis since the Great Depressions in 1920s. This followed by a wave of economic downturn. Learnt from the crisis, it is suggested that a forceful response by regulators, may help prevent deteriorating further. The objective of this note is to identify the crisis effects on both the financial system and the economy and to provide implications on further financial regulations. Effects Financial System: Many institutions collapsed in the USA and Europe within the period. Figure 1 directly shows a considerable rise of the number of bank failure particularly from 2008 to 2010 in the U.S. This deteriorated the macro-structure of many developed countries. Firms called for ‘bailouts’ or recapitalization from governments to help stabilize the financial system. Or, others were closed, forcibly merged with stronger counterparts, or recapitalized using taxpayer’s money. More effects are given below: 1. Banks have been hit hardly by deteriorating capital & liquidity problems and worsening market confidence. * Global banking sector lost almost half of the capital base at the beginning of the crisis in 2007 (Lybeck, 2011). * Low central-bank interest rate: concerns over deflation by monetary policy makers resulted in long-term low interest rates. Figure 2 presents that in the U.S., a slump of 4% in Federal Funds Rate to nearly zero in 2010 while Bank of England has held rates...

Words: 2246 - Pages: 9

Free Essay

Compliance

...surrounding financial services compliance along the industries lines of legislative, economic, industry driven, political, environmental and possible scandals relating to all of these areas. The information has been gathered from the British Virgin Islands jurisdiction from sources such as Financial Services Commission, British Virgin Islands Government and internationally, from the International Monetary Fund, the Organization for Economic Co-operation and Development and the text, International Compliance Training Ltd. The research is basically theoretically driven to ascertain if the industry would be better off with regulation or left for participants to operate freely. Introduction: Scandals (such as Enron, WorldCom), the September 11 attack and financial crisis of 2007 and 2008 brought attention to loopholes of legislation that market participants have been taking advantage of for years. It was never the intention of regulation to cause market abuse, insider dealings or loss of investments or tangible properties. This paper details the shortcoming of legislation but also highlights how an effective regulatory environment can be achieved. What is Regulation? Regulation is defined according to the International Compliance Training Ltd as a set of binding rules by a public or private body with the necessary authority to supervise compliance and apply sanctions, penalties etc. for non-compliance (International Compliance Training, 2015). All financial services...

Words: 3412 - Pages: 14

Premium Essay

Counteracting the Global Economic Crisis: Values, Institutions, Policies.

...Counteracting the global economic crisis: values, institutions, policies. When talking about the broad and complicated subject of economic crisis, it is important to mention ideas concerning neutralization of its consequences and prevention of future calamities. The current disturbance in the global economy requires not only to understand how it was initiated, but also how to counteract and draw conclusions from it. The Chinese proverb says: “may you live in interesting times.” These times are now- financial markets are in turmoil, China is rising as economic power, young people from Europe and America are protesting against, what they see as ineffective government and regulations. In next years the world will change even more- also thanks to changes, that will be made as an answer to the global economic crisis- in terms of values, necessary institutions and policies. The first step toward ending the crisis is to introduce new regulations, that would stabilize the market. Since 1980’s the American financial market has been experiencing a long period of deregulation. Although the obvious results of this move- the example can be the deregulation of savings and loans companies, that led to crisis in 1989, the process continued. Decade later, in 1990’s the new market instruments- derivatives, became increasingly popular. Although, their allies argued that they would stabilize the market, the opposite happened. Any attempt to regulate hedge funds was cut out by Commodity...

Words: 902 - Pages: 4

Premium Essay

Engineering the Financial Crisis

...to Function: The Absurdity of Market Regulation There are many theories as to what was the underlying cause of the Great Recession from which America is still recovering. Popular ideas generally include irrational exuberance on the part of commercial banks, executive compensation packages which encouraged bankers to over-leverage themselves, and the collapse of the sub-prime housing market. While it is probable that some of these factors played a role in the crisis, none of them can accurately explain the near complete collapse of the financial system that began in late 2007. In fact, the cause of the financial crisis can be directly traced to the failure of government regulators to recognize the dangers of interactions between several different laws designed to protect the system. In their book entitled Engineering the Financial Crisis, authors Jeffery Friedman and Wladimir Kraus lay out an argument asserting that the crisis was caused by an unforeseen interaction between capital requirements for banks and the use of Mark to Market accounting methods. They further contend that there was a “master regulatory mistake that precipitated the crisis: using the bond ratings produced by Moody’s, S&P, and Fitch as the determinant of the capital levels required of banks by law” (Friedman 148). The book contains four chapters; the first is devoted to the refutation of several prevailing theories as to the cause of the financial crisis, the second and third explore the ...

Words: 2722 - Pages: 11

Premium Essay

The Importance Of Financial Regulation

...Regulation is any set of rules imposed by governments or agents of governments that seek to change the behavior of economic agents, usually with the objective of improving the economic welfare of the whole community. Financial regulation guides and monitors what financial institutions do and the regulations are there to improve economics stability. In this essay I am going to look at two different types of regulations, rules and principles based regulation. Rules based regulation brings about compliance cost for firm and monitoring costs for regulators, while, principles based regulation (PBR) relies more on ethical behavior and transparency of business dealing. Also I going to look at financial regulators, who they are and what their duties...

Words: 1529 - Pages: 7

Premium Essay

Financial Crisis

...knowing very few things about financial market and services (FMS). However, after 4 weeks of research and many enthusiastic discussions among our group members, it has helped me understand a lot more about FMS as well as the financial crisis, specifically sub-prime crisis. To begin, from doing this project I have come to know that financial markets in the world are interconnected. When US financial system collapsed, with the demise of some of the biggest financial institutions in US, it jeopardised the whole world’s economy. Inflation soars, credit crunch were one of the few horrible effects that the breakdown of US financial system affected financial system worldwide. At the same time, the crisis shook investors’ confidence across the world, which led to low liquidity in financial market and subsequently a devastating global economy meltdown. Furthermore, I have learnt that risk management is indispensable in a financial system, a “make or break” factor. Though taking risk may provide us with a higher return, we can never be overly greedy and take too much risk without handling them probably as they may back-fire. What happened in US is an exact example of what we call “lesson learnt the hard way”. It has definitely shown the world’s investors how immensely vital risk management is in a financial system, proving its undeniable influence on financial market and services. In addition, by doing this project, it has taught me the importance of regulations. One of many reasons contributed...

Words: 414 - Pages: 2

Premium Essay

Lehman Brothers

...Part A: 1. Introduction The Financial Crisis of 2007-2010 is often cited as the most significant downturn in the economy since the Great Depression of the 1930s. It erupted on August 9, 2007 and spread throughout the advanced market economies such as the US and the UK. The Financial crisis of 2007 is notably different from other crises we faced, for instance Anthony Herbst and Joseph Wu (2009) argued that ‘the financial crisis of this first decade of the 3rd millennium has features that make it both severe and somewhat intractable’. The crisis is argued to be not exogenous to our capitalist economic system, since it is intimately connected to financial innovation and de-regulation in financial markets. Furthermore, as Herbst and Wu (2009) advocate, ‘the current pandemic’ should be discussed in the light of ‘the political wrapper surrounding many aspects of it, and the threads running through it’. The economic situation and financial behaviour are always affected by political realm, so it is also necessary to consider political factors in evaluation of the crisis. General causes of this crisis are still being debated in the academic literature, and this paper aims to provide a relatively comprehensive outlook on the most common and empirically successful accounts of factors that contributed to the crisis. This report is organised as follows: part 1 provides a brief introduction to the current financial crisis; part 2 briefly evaluates the possible causes; part 3 examines whether...

Words: 5859 - Pages: 24

Premium Essay

Global Financial Crisis

...Positive and Negative Effects of the Global Financial Crisis Harlita H. Tomlinson Capella University BMGT8114: Accounting in the Global Era Dr. Wendy Achilles June 8,2014 Table of Contents Abstract 3 Positive and Negative Effects of the Global Financial Crisis 4 Background on the Global Financial Crisis 5 Global Financial Crisis and Its Negative Effects 9 Lack of Financial Sector Regulation and Oversights 9 Increase in the Number of Bankruptcies 11 Global Financial Crisis and Its Positive Effects 12 Designing Regulations to Monitor the Financial Sector 12 Global Governance as a Side Effect of the Global Financial Crisis 13 Lessons Learned 16 Domestic Lessons Learned 16 Global Lessons Learned 17 Lessons from Romania. 18 The Role of Financial Executives in GFC 19 Conclusions 21 References 24 Abstract The first financial crisis of the twenty-first century has not yet ended, according to Gorton and Metrick (2012), the wave of research on the crisis has already exceeded any single reader’s capacity, with the pace of new work only making this task harder. The Global Financial Crisis is considered by many economists to be the worst financial crisis since the Great Depression. Global Financial Crisis resulted in the threat of the total collapse of large financial institutions, the bailout of banks by national governments, and market downturns around the world. In the aftermath of this crisis, the housing market declined significantly and has not recovered...

Words: 6647 - Pages: 27

Premium Essay

Critical Analysis on Costs and Benefits of the Financial Sector Within the Uk.

...* Critical Analysis on Costs and Benefits of the Financial Sector Within the UK. * * * * * * * * * * * * * * * * * Introduction The international financial crisis has drawn an international attention in financial regulation and policies made by governments have become increasingly prominent. In particular, strengthening financial regulation in London as an international financial centre requires huge efforts. London has been able to an international financial centre continuously, mainly due to a large number talent are familiar with the financial industry London has a unique advantage in language and location (Re, 2005). In addition to banking sectors, insurance, trust, securities and asset management business also developed. However DeMartino (2000) highlighted the current global economic depression and international financial crisis, along with UK Treasury published paper “The reform of the financial markets” referred to as “the worst crisis in 60 years”. In contrast, Frieden (2000) described the analysis of the causes of the British government's international financial crisis, and make policy recommendations on how to strengthen financial regulation. UK Financial Regulation Authorities According to Green (2011) Britain's “2009 Banking Act” was taken effect in which compared with the previous various banking laws, this law shows characteristics such as authorizing the Bank...

Words: 2353 - Pages: 10

Premium Essay

Jetsgo

...corporate governance and risk management in financial regulatory reform As regulators and policymakers continue their efforts to find the best way to prevent a repetition of the financial crisis that almost engulfed the world economy, re-evaluating how corporate governance and risk management can make the financial system more secure has become a crucial question. Clifford Chance organised three round-table debates between 2009-2010 to assess this issue. With financial regulatory reform continuing to dominate the global political agenda, Clifford Chance has decided to publish a summary of these discussions as part of its commitment to promoting a balanced and informed analysis of the challenges that lie ahead. Much has been written and spoken about the causes of the financial crisis. Most people accept it is time to learn the lessons and move on. While the need to reform the banking and the financial services sector is beyond question, there is a tension between the desire to ‘get it right’ and the intense pressure for politicians and regulators to act quickly and decisively. In the ensuing debate over regulation and reform, the real issues of corporate governance and risk management have been largely obscured by the remuneration question. “There are some conflicting imperatives,” said Michael Bray, a partner in Clifford Chance’s London office. “We still have a long way to go.” Among a host of challenges facing the global financial community are questions of its own reputation...

Words: 3107 - Pages: 13

Premium Essay

Paper on Economics

...Global Lessons from the Recent Financial Crisis: Need for Reforms Jason Khan – 212857264 Yiwen Shen – 212828810 Alexander Grynszpan – 212811618 Xueyan wu - 212828380 INTRODUCTION Mortgage Backed Securities Lack of Regulations in the Banking System Lack of Regulations in the Credit Rating Agencies Subprime Mortgages Financial Crisis of 2007-2009 Lack of Regulations of over-thecounter derivatives Introduction to the Financial Crisis Causes of the Financial Crisis Reforms introduced International response Conclusion Cause: Subprime Mortgage -  Housing prices were on the rise à More difficult for consumers to purchase -  Investment banks purchased the mortgages from individual lenders, re-packaged them, and sold them to an even larger quantity of small and large investors -  Borrowed money to magnify the outcome à Created collateral debt obligations (CDO) -  Mortgages were sometimes given without down payments, or assurance of repayments -  When the housing bubble “popped”, investment banks held massive debts without means of paying them à led to declaration of bankruptcy Introduction to the Financial Crisis Causes of the Financial Crisis Reforms introduced International response Conclusion Cause: Mortgage backed securities -  Important players in the Crisis: Federal National Mortgage Association (FNMA), and the Federal Home Loan Mortgage Corporation (FHLMC), or as known as Fanny Mae ad Freddy Mac -  Through mortgage backed...

Words: 954 - Pages: 4